«Σήμερον τῷ σταυρῷ προσήλωσαν Ἰουδαῖοι τόν Κύριον, τόν διατεμόντα τήν θάλασσαν ῥάβδῳ καί διαγαγόντα αὐτούς ἐν ἐρήμῳ. Σήμερον τῇ λόγχῃ τήν πλευράν αὐτοῦ ἐκέντησαν, τοῦ πληγαῖς μαστίξαντος ὑπέρ αὐτῶν τήν Αἴγυπτον, καί χολήν ἐπότισαν τόν μάννα τροφήν αὐτοῖς ὀμβρήσαντα».
Σήμερα οἱ Ἰουδαῖοι κάρφωσαν στό σταυρό τόν Κύριο, πού διαχώρησε τή θάλασσα (τήν Ἐρυθρά) μέ ράβδο καί διαπέρασε αὐτούς στήν ἔρημο.
Σήμερα τρύπησαν μέ λόγχη τήν πλευρά ἐκείνου, πού γιά χάρη τους μαστίγωσε μέ συμφορές τήν Αἴγυπτο καί πότισαν μέ χολή αὐτόν πού τούς ἔβρεξε σάν τροφή τό μάννα ἀπό τόν οὐρανό.
Συνέχεια ἀντιθέσεων. Σήμερα, τήν ἀποφράδα ἡμέρα τοῦ Πάθους, ἔγιναν ἀλλόκοτα πράγματα.
Οἱ Ἑβραῖοι, ἀπό μίσος καί ἐμπάθεια, κάρφωσαν στό σταυρό, σάν ἕναν ἐπονείδιστο κακοῦργο, ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος παλιά, μέ τό ραβδί τοῦ ὑπηρέτη του, ἔκοψε στά δύο τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί τούς πέρασε ἀβλαβεῖς στήν ἔρημο, σώζοντάς τους ἀπό τήν φονική διάθεση τῶν Αἰγυπτίων.
Σήμερα κέντησαν τήν πλευρά μέ λόγχη ἐκείνου, πού παλιότερα χτύπησε ἄγρια μέ πληγές τή χώρα τῆς Αἰγύπτου, πού δυνάστευε ἄγρια τόν ὑπόδουλο λαό, καί πότισαν μέ χολή (κατά τή σταύρωση) τόν ἴδιο προστάτη καί Θεό τους, ὁ ὁποῖος μέ τό μάννα τούς ἔθρεψε στήν ἔρημο!
«Κύριε, ἐπί τό πάθος τό ἑκούσιον παραγενόμενος, ἐβόας τοῖς μαθηταῖς σου· Κἄν μίαν ὥραν οὐκ ἰσχύσατε ἀγρυπνῆσαι μετ᾽ ἐμοῦ, πῶς ἐπηγγείλασθε ἀποθνῄσκειν δι᾽ ἐμέ; Κἄν τόν Ἰούδαν θεάσασθε, πῶς οὐ καθεύδει, ἀλλά σπουδάζει προδοῦναί με τοῖς παρανόμοις∙ Ἐγείρεσθε, προσεύξασθε, μή τίς με ἀρνήσηται βλέπων με ἐν τῷ σταυρῷ. Μακρόθυμε δόξα σοι».
Κύριε, ὅταν ἔφθασες στό ἑκούσιο πάθος σου, φώναξες στούς μαθητές σου: Ἀφοῦ δέν μπορέσατε μιά ὥρα ν᾽ ἀγρυπνήσετε μαζί μου, πῶς ὑποσχεθήκατε νά πεθάνετε γιά μένα;
Τουλάχιστον κοιτάξτε τόν Ἰούδα πώς δέν κοιμᾶται, ἀλλ᾽ ἐνεργεῖ γρήγορα νά μέ προδώσει στούς παρανόμους. Σηκωθεῖτε καί προσευχηθεῖτε, κανένας νά μή μέ ἀρνηθεῖ, βλέποντάς με ἐπάνω στό σταυρό. Μακρόθυμε, δόξα σοι.
Οἱ μαθητές, πρίν ἀπό τό σωτήριο πάθος, δέν ἦταν τέλειοι. Κουβαλοῦσαν τή νωθρή φύση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀδύνατη καί ἐπικλινή πρός τήν ἁμαρτία. Τή φύση αὐτή τή γνώριζε ὁ Χριστός καί προσπαθοῦσε νά τήν παιδαγωγήσει σέ ἑτοιμότητα ἐνόψη τοῦ πάθους, καί ἀργότερα στό ὑψηλό ἀποστολικό του ἔργο, στό ὁποῖο τήν κάλεσε.
Ὁ Κύριος ἦταν στίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς του. Τό πάθος πλησίαζε. Βρισκόταν στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καί προσευχόταν στόν οὐράνιο Πατέρα του. Ἡ ψυχή του ἦταν φορτισμένη μέ ἀγωνία.
Ὁ ἱδρώτας περιέρεε τό σῶμα του σάν «θρόμβοι αἵματος». Ἀπωθοῦσε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου στήν ἠρεμία τῆς σκοτεινῆς ἐκείνης νύχτας, κάτω ἀπό τόν ἥσυχο ψίθυρο τῶν δέντρων· ἀμέσως ὅμως ὑποτασσόταν μέ ἀγάπη στό θέλημα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα.
Μετά τό πέρας τῆς προσευχῆς του βρῆκε τούς μαθητές νά κοιμοῦνται. Ὁ ὕπνος πίεζε βαριά τά βλέφαρά τους καί ἡ ἀθυμία τίς καρδιές τους. Ἡ φύση ζητοῦσε τά δικά της, μή λογαριάζοντας τήν κρισιμότητα τῶν στιγμῶν ἐκείνων.
Ὁ Χριστός στεναχωρέθηκε γιά τό ἀλγεινό θέαμα τῶν μαθητῶν. Τούς μάλωσε. Μέ τόν γλυκύ ὅμως ἐκεῖνον τρόπο τοῦ θείου Διδασκάλου.
Ἀφοῦ –τούς εἶπε– δέν μπορέσατε ν᾽ ἀγρυπνήσετε μιά ὥρα μαζί μου στίς πιό κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μου, πῶς ὑποσχεθήκατε (ὁ Πέτρος) νά πεθάνετε μαζί μου; Ἕως ἐδῶ φτάνει ἡ ἀντοχή σας; Ἄν μή τί ἄλλο, κοιτάξτε τόν Ἰούδα.
Αὐτός δέν κοιμᾶται∙ εἶναι ὄρθιος, τρέχει μέ γρηγοράδα, μελετᾶ μέ σπουδή πῶς θά μέ προδώσει στούς ἐχθρούς μου γιά νά μέ σταυρώσουν! Αὐτός ἐναντίον μου ἔχει φτερά στά πόδια του, εἶναι ἀνύστακτος, τρέχει. Ἐσεῖς, οἱ φίλοι μου, κοιμᾶστε!
Σηκωθεῖτε, προσεύχεσθε, γιά νά μήν μπεῖτε σέ πειρασμό. Ἀποτινάξτε τόν ὕπνο τῆς ραστώνης, τῆς νωχέλειας τῆς ψυχῆς. Τά πράγματα αὐτά εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα, σᾶς ἀνοίγουν πρός τήν ἁμαρτία καί τήν πτώση.
Εἶναι ἀνοιχτό τό ἐνδεχόμενο ἡ ἀθυμία τῆς ψυχῆς νά σᾶς ὁδηγήσει σέ ἄρνηση, ὅταν θά μέ δεῖτε νά πεθαίνω ἄδοξα ἐπάνω στό σταυρό. Ἡ προσευχή μονάχα θά σᾶς σώσει, μήν εἶστε ὀκνηροί!