Αν συμπυκνώναμε την νεότερη ελληνική Ιστορία σε ένα και μόνο γεγονός αυτό θα ήταν σίγουρα η Επανάσταση του 1821.
Όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλα αξιομνημόνευτα γεγονότα, αλλά γιατί η δεκαετία του Αγώνα εμπεριέχει τόσο στιγμές μεγαλείου όσο και τραγικές στιγμές που σκιαγραφούν με τρόπο γλαφυρό την ψυχοσύνθεση μας ως έθνους.
Aπό την έκρηξη της Επανάστασης μέχρι τον Εμφύλιο και την Ναυμαχία του Ναβαρίνου, το «Ελληνικό Ζήτημα» πέρασε από πολλές φάσεις κατά τις οποίες τίποτα δεν ήταν δεδομένο.
Η ιστορία της Επανάστασης βρίθει ηρωικών στιγμών: από τα Δερβενάκια και το Φάληρο μέχρι το Μεσολόγγι και τις σφαγές της Χίου και των Ψαρών, οι Έλληνες έδειξαν πως είναι ικανοί να υπερβούν κάθε εμπόδιο προκειμένου να πετύχουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους.
Από την άλλη, οι διαμάχες των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, οι δολοπλοκίες, οι έριδες κόντεψαν να τινάξουν την Επανάσταση στον αέρα. Οι οπλαρχηγοί φυλακίστηκαν, οι πολιτικοί λοιδορήθηκαν και όλα αυτά τη στιγμή που τα στίφη του Ιμπραήμ και των Τουρκοαιγυπτίων αποβιβάζονταν σε Μωριά και Ρούμελη.
Για καλή μας τύχη οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν την τελευταία στιγμή σώζοντας στο Ναβαρίνο την Ελλάδα ανοίγοντας το δρόμο για τις Συνθήκες του Λονδίνου που επιβεβαίωσαν την ελληνική ανεξαρτησία.
Για την Επανάσταση του ’21 έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα τόσα. Μύθοι, αλήθειες και ψέματα την συνοδεύουν και θα τη συνοδεύουν. Πιο γνωστοί από αυτούς είναι η ευλογία των όπλων από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Τα τελευταία χρόνια οι «αναθεωρητές» της παραδοσιακής αφήγησης της Ιστορίας τονίζουν πως η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου και πως η εν λόγω ημερομηνία θεσπίστηκε εκ των υστέρων με διάταγμα.
Αναφέρεται λοιπόν στο διάταγμα: «Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής».
Πού ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός λοιπόν στις 25 Μαρτίου; Σίγουρα όχι στην Αγία Λαύρα. Άλλωστε ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του στα οποία δεν κάνει καμία αναφορά Ο λόγος; Διοτι ήταν στο Αίγιο!
Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση; Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Ωστόσο απ’ ότι φαίνεται οι ιθύνοντες νόες πίσω από την προετοιμασία φαίνεται πως επιθυμούσαν να ταυτίσουν την εθνεγερσία με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί όχι άλλωστε;
Η γιορτή βρίθει συμβολισμών που ήταν ιδανικές όχι μόνο για να τονώσουν το ηθικό των εμπολέμων. Όπως η Παναγία αποδεχόμενη την θεία οικονομία δέχεται να γεννήσει τον Χριστό, ανοίγει το δρόμο για τη σωτηρία του Ανθρώπου, έτσι και οι Έλληνες ξεκινούν τον αγώνα τους για εθνική αποκατάσταση ενάντια στους Τούρκους.
Το γεγονός ότι οι αντίπαλοι είναι μουσουλμάνοι ενισχύει την ιερότητα του Αγώνα, αφού τον τοποθετεί σε ένα άξονα πάλης του Χριστιανισμού με το Ισλάμ.
Έτσι σε επιστολές του Υψηλάντη προς τον Κολοκοτρώνη το 1820, τις οποίες ο Γέρος του Μωριά αναφέρει στα απομνημονεύματά του, περιγράφεται πως «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως».
Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε δυο -τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένη» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.
Γιατί λοιπόν μυθοποιήθηκε η Αγία Λαύρα; Η αφετηρία του μύθου ανάγεται στην περιγραφή ενός Γάλλου περιηγητή, του Φρανσουά Ποκβίλ (François Pouqueville), που έγραψε το 1824 μια «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης». Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της Επανάστασης, η οποία συγκινούσε τους Ευρωπαίους αναγνώστες του.
Φυσικά δεν έχει σημασία αν η Επανάσταση ξεκίνησε στις 23, στις 24 ή στις 25 Μαρτίου. Οι οπλαρχηγοί έκαναν όντως τις προετοιμασίες τους με άξονα «τις ημέρες του Ευαγγελισμού». Άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η εμμονή στην ημερολογιακή ακρίβεια και ο χρόνος καθοριζόταν από τις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση έγινε και μάλιστα σε μια εποχή που οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.
Το σύστημα της «Ιεράς Συμμαχίας» που επιβλήθηκε στην Ευρώπη μετά την ήττα του Ναπολέοντα ήταν ιδιαίτερα εχθρικό προς τις εθνικές επαναστάσεις καθώς αυτές θεωρούνταν πως έχουν στόχο την κοινωνική ανατροπή.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι Έλληνες όταν ξεκίνησαν τον Αγώνα έσπευσαν να ενημερώσουν την Ευρώπη ότι δεν είναι «Γιακοβίνοι» ή «Καρμπονάριοι» που αποτελούσαν τα κοινωνικά κινήματα της εποχής σε Γαλλία και Ιταλία.
Χρειάστηκαν πολλοί αγώνες και θυσίες (βλ. Σφαγή της Χίου) προκειμένου να αναπτυχθεί το Ρομαντικό κίνημα του Φιλελληνισμού που οδήγησε τις κυβερνήσεις της Ευρώπης να αναγνωρίσουν τους Έλληνες ως «εμπόλεμο έθνος» και να βάλουν και αυτές «την υπογραφή τους δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος».
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα η Ελλάδα είναι και πάλι στο διεθνές προσκήνιο. Αυτή τη φορά όχι λόγω κάποιου αγώνα αλλά λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης. Κι όμως έχει συγκεντρώσει και πάλι τη διεθνή συμπάθεια.
Σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ έγραψε πως «η Ευρωπαϊκή Ενωση υποτίθεται ότι θα ένωνε μια κατακερματισμένη Ευρώπη, ότι θα ενίσχυε τις δημοκρατικές της δυνατότητες και ότι θα μεταμόρφωνε την ήπειρο σε μια ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή.
Είναι ίσως ταιριαστό που ένα από τα αρχαιότερα και πιο δημοκρατικά έθνη – κράτη της Ευρώπης βρίσκεται στην καινούργια εμπροσθοφυλακή, όσων θέτουν εν αμφιβόλω όλα αυτά τα επιτεύγματα. Γιατί είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον».