ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ
(του Δ. ΚΑΤΣΙΝΗ)
Κρυφά σχολειά και ματωμένα ράσα,
γκρεμίσανε τη βάρβαρη σκλαβιά,
ανέβηκες Ελλάδα πάνου απ’ τ’ άστρα
να κράξεις: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
Ψηλά κι ολόρθη πάλεψες στη μπόρα
το σύμβολο να μείνεις των Λαών,
Ιδέα, Φως, τραγουδισμένη χώρα,
μητέρα των Ολύμπιων Θεών.
Ψυχές και θάλασσες και βράχοι,
τα Ζάλογγα τα στήσανε βωμό
κι η Δόξα που περπάτησε μονάχη,
αντάμωσε τον ώριο Λυτρωμό.
Φεγγοβόλο το φως του Εικοσιένα,
θ’ αστράφτει στων Ελλήνων την καρδιά
και πάντα σαν και πρώτ’ αντρειωμένα,
θα λέμε: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
Του ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Θρήνος μεγάλος γίνεται μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στον τάφο.
΄ξήντα παπάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από μεριά Σουλιώτισσες τονε μοιρολογάνε.
Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
κι όλο του Μάρκου ν’ έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
«Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι.»
Κι αν΄ ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι.
Το Μεσολόγγι απόμεινε, δε θέλ’ να προσκυνήσει.
Στεργιάς το δέρνει ο Κιουταχής κι ο Αράπης του πελάγου.
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε, μ’ όσο κι αν ημπορούσε.
«Δεν μπορώ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ, να κάτσω
γιατί έχω βόλι στην καρδιά, στο πρόσωπο σκοτάδι.»
Του ΔΡΑΜΑΛΗ
Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμα ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλα λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
-Πουλί πώς πάει ο πόλεμος το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους
κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Στο μικρό εξωκκλησάκι
στην Αγια Παρασκευή
πάει το μικρό παιδάκι
με το φόβο στην ψυχή.
Με προφύλαξη μεγάλη
μην τουρκιά το καταλάβει
τρέχει στο ερημοκλήσι
σαν ο ήλιος πάει να δύσει.
Ο σεβάσμιος παπάς
που ‘ν και δάσκαλος μαζί
τους μιλάει για τα παλιά
για τα χρόνια τα καλά.
ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ
Τα χρόνια δύσκολα, σκληρά. Βαριά η σκλαβιά και μαύρη.
Κλαίει πικρά η αδούλωτη ελληνική ψυχή.
Μόνο στη σκέψη της κρυφά, μέσα η ελπίδα λάμπει
του Γένους η Ανάσταση πως πάλι θε να ‘ρθεί.
Της ΛΕΝΩΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα τις πάνε
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες
κι η Λένω δεν επέρασε δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
-Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια.»
ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια.
Τα ευζωνάκια τα καημένα στους πολέμους μαυρισμένα (2)
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε: (2)
Τούτοι είν’ οι χρυσοί της θόλοι, αχ κατακαημένη πόλη
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενεί δικιά μας.
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
στις εικόνες να μη κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε. (2)
Κι ο παπάς που ‘ναι κλεισμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
τα Ευζωνάκια δε θ’ αργήσει, να ‘βγει να τα κοινωνήσει
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια. (2)
ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Αθάνατοι νεκροί
υπόσχεση σας δίνουμε
πως αν θα χρειαστεί
αντάξιοι θα γίνουμε.
Η Λευτεριά περήφανη
στον τόπο μας θα μείνει.
Το λέμε να το μάθουνε
όλοι εχθροί και φίλοι.
Σήμερα έχω μια χαρά,
σήμερα έχω μια χαρά!
ήρθε κι εμένα η σειρά
να γίνω τσολιαδάκι.
Για της Πατρίδας τη γιορτή
να η φουστανέλα η λευκή,
το κόκκινο φεσάκι!
Λεβέντικα θα περπατώ
με τι καμάρι θα κρατώ
τη γαλανή σημαία.
Και τα χεράκια θα χτυπώ
για σε που τόσο αγαπώ,
Πατρίδα μου ωραία!
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Απ’ όλες τις πατρίδες
εσύ ’σαι η πιο τρανή,
Ελλάδα μου ωραία,
Ελλάδα μου τρανή.
Όσοι κι αν ήρθαν χρόνοι
κι αν πέρασαν εχθροί,
εσύ πάντα θα μένεις
ορθή, πάντα ορθή!
Γιατί έχεις για παιδιά σου
τα πιο λαμπρά παιδιά,
που πολεμούν γενναία
για την Ελευθεριά!
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή, (2)
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή. (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά, (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά. (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Βαριά του κλέφτη η καρδιά.
Βαριά και πικραμένη.
Τα στήθια του σκέτη φωτιά
τα μάτια αστροπελέκι.
Του Τούρκου χρόνια η σκιά
επάνω του βαραίνει.
Δεν την αντέχει άλλο πια
τούτη την καταφρόνια.
Σύντροφος μόνο η πίστη του
και φίλος το ντουφέκι.
Μαύρη η νύχτα στα βουνά
τον πνίγει το σκοτάδι.
Ακόμα και τα ζωντανά
τ’ άγρια τα φοβίζει.
Τ’ αποσταμένο του κορμί
έγειρε στο πλατάνι
να κοιμηθεί μία σταλιά
να πάρει μιαν ανάσα
και τ’ όνειρο της Λευτεριάς
στον ύπνο του να ζήσει.
Ο ΗΡΩΑΣ
Μη με βλέπετε μικρό
έχω φλόγα στην καρδιά
κι αγαπώ πολύ πολύ
την Πατρίδα τη γλυκιά.
Ήρωας στα αληθινά
κάποια μέρα θα γενώ
κι αν η Ελλάδα χρειαστεί,
τ’ άρματα θέλω να ζωστώ.
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ’ Άγια Λαύρα θα ‘χαμε
ούτε Εικοσιένα.
ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ
Μαύρη μωρέ πικρή ειν’ η ζωή που κάνουμε (2)
εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες. (2)
Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο (2)
όλη μερούλα πόλεμο το βράδι καραούλι (2)
με φό-μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί. (2)
Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε. (2)
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε (2)
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
ΘΟΥΡΙΟΣ (του ΡΗΓΑ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗ)
Ως πότε παλικάρια, να ζούμεν στα στενά
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπομεν κλαδιά,
να φεύγομ΄ απ΄ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνομεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο ΄ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν κάθ΄ ώραν στη φωτιά.
Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ
Ω! πόσο χάρηκε η παιδική,
η αθώα μου καρδούλα
όταν μια μέρα η μαμά
με είπε Ελληνοπούλα.
Και ποια πατρίδα είν’ αυτή
και ποια μεγάλη χώρα
που ’χει ένα τέτοιο ουρανό
κι ένα καθάριο ήλιο!
Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Της δόξας λάμπει γαλανό το φώς στη χώρα
γελούν οι κάμποι τραγουδούνε τα νερά.
Γιγάντων ίσκιοι ηρωικοί ξυπνήστε τώρα
Στου λυτρωμού τη χρονογύριστη χαρά.
Το σάλπισμά μας πιο τρανό ας αντιλαλήσει
κι απ’ το γλυκό της Άγιας Λαύρας ορθρινό,
πλατειά είν’ η γη μας και το χώμα όπου κι ανθίσει
μια Λεφτεριά μοσχοβολά στον ουρανό
Κι όλα τα χέρια ας υψωθούν ανδρειωμένα
πο ‘χουν τα σίδερα συντρίψει τα βαριά.
Να στήσουν τρόπαια λαμπρά του εικοσιένα
να θρονιαστή η Ελληνοπούλα η Λευτεριά.
ΕΠΕΣΑΝΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
(του Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ)
Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο, το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.
ΕΛΛΑΔΑ
Δε χορταίνω να βλέπω τον ήλιο
που το φώς του σκορπάει στην πλάση,
δε χορταίνω να βλέπω τους κάμπους
τα βουνά τις πλαγιές και τα δάση.
Δε χορταίνω να βλέπω τα δέντρα
τις πηγές τη μικρή μας πλατεία,
δε χορταίνω να ζω ν’ αναπνέω
στην ωραία αυτή Πολιτεία.
Δε χορταίνω να βλέπω ακρογιάλια
και πανώρια νησιά στην αράδα,
δε χορταίνω να βλέπω εσένα
ω! Πατρίδα Ελλάδα, Ελλάδα!
ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ
Ελλάδα μου, πατρίδα μου
χώρα μου δοξασμένη
πατρίδα ηρώων και πηγή
ζωής στην οικουμένη
Σε χαιρετούν πατρίδα μου
απ’ άκρη σ΄άκρη όλοι
οι αιώνες που περάσανε
απ΄το ωραίο σου κορμί.
Γιατί είσαι λεβεντογή
των Ακριταίων χώρα
Ελλάδα μου πατρίδα μου
Χώμα Αρχαίο, Ζωή.
ΕΘΝΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ
Γιορτάζει η Πατρίδα
μεγάλη χαρά.
Σιμά η δόξα
μ’ ολάσπρα φτερά.
Γιορτάζει η Πατρίδα
σε κάθε μεριά.
Μυρίζουν οι δάφνες
γελά η Λευτεριά.
Σ’ αυτή τη γιορτή μας
ελάτε παιδιά.
Ψηλά τη σημαία
ψηλά την καρδιά.
ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ
Διπλή γιορτή διπλή χαρά την αγία τούτη μέρα
απ’ άκρη σ’ άκρη η χώρα μας στα γαλανά ντυμένη
της Λευτεριάς τα σήμαντρα ηχούνε στον αέρα
κι ο Γαβριήλ στην Παναγιά μήνυμα θείο φέρνει.
Είκοσι πέντε του Μαρτίου μέρα ευλογημένη
οι ουρανοί ανοίξανε κι έλαμψε όλη η γη
η Παναγιά γονατιστή ακούει θαμπωμένη
πως απ’ αυτή θα γεννηθεί το θεϊκό Παιδί.
Διπλή γιορτή, διπλή χαρά, πανηγυρίζει η φύση
του λυτρωμού το μήνυμα χαρμόσυνα αντηχεί.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά του σκλάβου έχει αρχίσει
και γιορτινά στολίστηκε ο ουρανός κι η γη.
ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΖΕΙ Η ΧΑΡΑΥΓΗ
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας. (δις)
Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι. (δις)
Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι. (δις)
ΓΙΟΡΤΗ
Σήμερα χαρά μεγάλη
έχω μέσα στην καρδιά,
που γιορτάζει η Πατρίδα
κι η καλή μας Παναγιά.
Όλα τα μικρά παιδάκια
σήμερα έχουμε γιορτή,
ποίημα ή και τραγούδι
το καθένα μας θα πει.
ΑΓΙΑ ΜΕΡΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
Όλη η δόξα όλη η χάρη
άγια μέρα ξημερώνει,
και τη μνήμη σου το Έθνος
χαιρετά γονατιστό.
Και τα στήθη όλο φλόγα
με τον ήλιο σου πυρώνεις,
που χρυσός με περηφάνια
περπατεί στον ουρανό.
Στην Αγία Λαύρα τώρα
που χρυσές ακτίνες ρίχνει,
και του Θείου Ιεράρχη
χαιρετάει τη σκιά.
TΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα
Τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε. (2)
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρωει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει δεν γλεντάει. (2)
Μόν’ τ’ άρματα, μόν’ τ’ άρματά του κοίταζε
του τουφεκιού του λεει “Γειά σου Κίτσο μου λεβέντη”. (2)
Πόσες φορές, πόσες φορές με γλίτωσες
απ’ των εχθρών τα χέρια κι απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια. (2).
Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Πάνω στα κάστρα σα θεά πανώρια η Ελευθερία
κρατά στα χέρια λάβαρο και λάμπει η ματιά
κι εκεί στα εικονίσματα η Παναγιά η Μαρία
το μήνυμα της Γέννησης δέχεται με χαρά.
Στο ιερό μας σύμβολο τη γαλανή Σημαία
της λευτεριάς τα χρώματα σμίγουν αρμονικά
και της αγάπης σήμαντρα ηχούνε στον αιθέρα.
Γιορτάζει η Πατρίδα μας, γιορτάζει η Παναγιά.
Το «Χαίρε Αειπάρθενε» ψαλμός και μελωδία
κι οι παιάνες που ηχούν ύμνος στη Λευτεριά
χαμογελά στην εκκλησιά γλυκά η Παναγία
κι η Ελλάδα ντύθηκε γαλάζια φορεσιά.