Οποιαδήποτε προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αν προσπαθούμε να πλησιάσουμε την Περιστερά και να την αιχμαλωτίσουμε σαν μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από αυτήν του Αμνού.
Όταν θεωρούμε το Άγιο Πνεύμα ξέχωρα από τον Υιό τον Αγαπητό, τότε το Πνεύμα σβήνει, εξαφανίζεται. Δεν μας μένει τίποτα στα χέρια, θα τολμούσαμε να πούμε. Ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε την Περιστερά είναι να συμμερισθούμε το πέταγμά της προς τον Αμνό και να λάβουμε απ’ Αυτήν σαν δώρο την παρουσία του Αμνού.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ελάχιστες εκκλησιαστικές ευχές απευθύνονται άμεσα στο Άγιο Πνεύμα. Και όταν προσπαθούμε να προσευχηθούμε στο Άγιο Πνεύμα προσωπικά και αυθόρμητα, τότε νοιώθουμε ότι αυτό δεν είναι πολύ εύκολο.
Η επικοινωνία αυτή συχνά υστερεί σε αμεσότητα και ένταση. Η συγκινησιακή φόρτιση είναι συχνά λιγότερη απ’ ό,τι στις προσευχές μας προς τον Θεό – Πατέρα. Το φάρμακο σ’ αυτό το μειονέκτημα είναι να αποκαταστήσουμε ή να βελτιώσουμε στις προσευχές μας τον δεσμό μεταξύ Ιησού και Αγίου Πνεύματος.
Τότε ίσως θα διαπιστώσουμε ότι οι καλύτερες προσευχές προς το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνες πού δεν απευθύνονται άμεσα σ’ Εκείνο, αλλά αυτές όπου Εκείνο αποτελεί το νεύρο και την ισχύ τους, έστω κι αν δεν προφέρεται το όνομά Του.
Ας θυμηθούμε και πάλι τη φράση του Παύλου: «κανείς εξάλλου δεν μπορεί να πει ”ο Ιησούς είναι ο Κύριος”, παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος». Προσευχόμαστε στο Άγιο Πνεύμα στ’ αλήθεια, αν όχι κατά γράμμα, κάθε φορά πού η προσευχή μας καθοδηγείται από Εκείνο, σ’ οποιονδήποτε κι αν απευθύνεται.
Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι (τουλάχιστον συνήθως) το τέρμα της προσευχής μας. Είναι το πέταγμα προς τον Υιό.
Ας μην προσπαθήσουμε ποτέ να σταματήσουμε το πέταγμα της Περιστεράς προς τον Αμνό. Θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ ελκυστικό να διακόψουμε αυτό το πέταγμα, να πιάσουμε στα χέρια μας την Περιστερά, να την κοιτάξουμε με την ησυχία μας, να την θωπεύσουμε, να εξοικειωθούμε μαζί της, να κάνουμε χαρά μας την ενατένιση της!
Αυτή την αγαπημένη Περιστερά που τόσο λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν, πού τόσο λίγοι άνθρωποι αγαπούν!…
Αν είχαμε νοιώσει λίγο, έστω ελάχιστα, το μυστήριο της γλυκύτητας και της στοργής, της γενναιόδωρης και ανυστερόβουλης αγάπης, με την οποία μας περιβάλλει μυστικά, θα είμαστε κι εμείς έτοιμοι να κραυγάσουμε:
«Έλα· ο χειμώνας πέρασε… Η φωνή της τρυγόνας ξανακούστηκε πάλι στη χώρα μας…. συ το περιστέρι μου, που με συστολή είσαι κρυμμένη κάτω από τον βράχο, κοντά στο τείχος. Δείξε μου την ωραία σου μορφή. Κάνε με να ακούσω τη φωνή σου, διότι η φωνή σου είναι γλυκιά και η όψη σου ωραία» (Άσμα Β, 11, 14).
Και ονειρευόμαστε ίσως μια ζωή μαζί με την Περιστερά, μια ζωή αφιερωμένη σ’ Αυτήν.