Ο Άγιος Νεομάρτυρας Αντώνιος γεννήθηκε στην Αθήνα από φτωχούς και αφανείς γονείς, τον Μήτρο και την Καλομοίρα. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να εργάζεται, για να βοηθήσει την οικογένειά του, σε Τούρκους που είχαν έλθει από την Αλβανία.
Σε ηλικία 16 ετών επωλήθη υπό των αυθεντών του σε κάποιος Αγαρηνούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι τον αγόρασαν με σκοπό να τον βασανίσουν, για να τον εξισλαμίσουν.
Επειδή δεν κατάφεραν να κάνουν τον Άγιο να αλλαξοπιστήσει, τον πούλησαν σε άλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθείς πέντε φορές σε σκληρότερου αυθέντες, σε διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε με πνευματική ανδρεία και γενναιότητα ψυχής πιστός στην πατρώα ευσέβεια.
Τελικά αγοράσθηκε αντί 400 γροσσίων από έναν Ορθόδοξο Χριστιανό και έτσι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Στο εργαστήριο που δούλευε αναγνωρίσθηκε από κάποιον Τούρκο, που κάποτε στο παρελθόν τον είχε αγοράσει ως δούλο, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι ενώ είχε προηγουμένως δεχθεί, τώρα αποκήρυσσε τον Ισλαμισμό.
Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του κριτού Μουράτ Μουλάν, ο οποίος με κολακείες και απειλές προσπάθησε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει. Τότε ο Άγιος Αντώνιος του απάντησε: «Μην νομίζεις ότι θα καταφέρεις να με αποτρέψεις από την πίστη μου στον Χριστό με τα φοβερίσματά σου.
Γι’ αυτό βασάνισε, μαστίγωσε και κατά τεμάχισε το σώμα μου και επινόησε και κανέναν άλλον καινούργιο και φοβερότερο θάνατο, επειδή περισσότερο υπάρχει περίπτωση εσύ να γίνεις Χριστιανός παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ Αυτόν Υιόν του Θεού και αληθινό Θεό».
Ο κριτής συγκινημένος από την παρρησία του Νεομάρτυρα, προσπάθησε να τον αθωώσει. Επειδή όμως, φοβήθηκε τους ψευδομάρτυρες, τον απέστειλε στον βεζίρη Μεχμέτ Πασσά, αφού του διεμήνυσε τα περί της αθωότητας του Αγίου.
Ο βεζίρης, πεισθείς για την αθωότητα του Αγίου, για να αποφύγει την οργή του πλήθους, έδωσε εντολή να τον φυλακίσουν.
Όμως το μαινόμενο πλήθος κατηγόρησε τον βεζίρη στον σουλτάνο Χαμίτ τον Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) για δωροδοκία και έτσι εκείνος έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τον Άγιο.
Ο Μάρτυρας, αφού διετράνωσε και πάλι την πίστη του στον Χριστό, δέχθηκε το αμαράντινο στέφανο της δόξας, αποκεφαλισθείς το έτος 1774 μ.Χ, ημέρα Τετάρτη, στην περιοχή Ακ – Σεράι της Κωνσταντινουπόλεως.