Ο Τ.Ε. από την Περιχώρα, έγγαμος, είχε μια πολύ άτακτη ζωή. Συνέχεια βλασφημούσε τα Θεία και η γυναίκα τον έκλαιγε. Ήταν μόνο στο όνομα χριστιανός αλλά δεν πίστευε τίποτα.
Σηκωνόταν να πάει στην εκκλησία, όταν τον πίεζαν, αλλά ποτέ δεν έφθανε. Πάντα γυρνούσε πίσω. Είχε συνεχώς οικογενειακά προβλήματα γιατί ήταν αθυρόστομος και βλασφημούσε.
Το 1950, σε ηλικία τριάντα ετών, έπαθε ένα πολύ δυνατό νευρικό κλονισμό και τα είχε χαμένα. Επισκέφθηκε πολλούς γιατρούς δίχως να βρει θεραπεία. Έφτασε ακόμη και στην Αθήνα.
Η αδελφή του, η Σοφία, πήγαινε συχνά στον Γέροντα και τον ευλαβούνταν πολύ. Παρακαλούσε τον αδελφό της να τον επισκεφθούν αλλά εκείνος ήταν πάντοτε πολύ αρνητικός. Η ταλαιπωρία αυτή συνεχίστηκε επί ένα εξάμηνο.
Αν και είχε πάρει πολλά φάρμακα, δεν είδε καμμία βελτίωση. Είχε χάσει πολύ βάρος και ήταν σε αθλία κατάσταση. Από 67 κιλά κατέβηκε στα 44.
Η οικογένειά του ήταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί έβλεπαν ότι πλέον δεν υπήρχε ελπίδα θεραπείας γι’ αυτόν και κάποια στιγμή θα τους «άφηνε».
Τότε εκείνος, βλέποντάς τους έτσι βυθισμένους στη θλίψη σκέφθηκε ότι φεύγει από τη ζωή και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία οδήγησε τα βήματά του στον όσιο Γέροντα συνοδευόμενος από τη μητέρα του.
Εκείνος τους περίμενε στη θύρα τον φράχτη τον μοναστηριού και είπε με νόημα στη μητέρα:
– Έλα, λοιπόν, όπου και να τον πας αυτός δεν γίνεται καλά· αυτόν θα τον κάνει καλά το μοναστήρι.
Γυρνώντας προς τον Ευάγγελο, τον αγκάλιασε και τον ρώτησε:
– Παιδί μου, εσύ δεν ξέρεις να μιλάς και βγάζεις φωτιά απ’ το στόμα σου;
Έμεινε άφωνος και μόνο τον κοίταζε, κατανοώντας ότι αυτά τα έλεγε επειδή βλασφημούσε τα θεία.
Κάθησαν δίπλα-δίπλα και ο Όσιος επί αρκετή ώρα τον συμβούλεψε πολλά και ωραία στο τέλος, τον διαβεβαίωσε:
– Εγώ θα σου πω τι θα κάνεις και θα γίνεις καλά… Θα πας να σταυρώσεις τη θάλασσα κι ό,τι κακό έχεις, θα φύγει από πάνω σου· αλλά να θυμάσαι πως πρέπει ν’ αλλάξεις ζωή, γιατί αν εξακολουθήσεις την ίδια ζωή, η δεύτερη φορά θα είναι πολύ χειρότερη από την πρώτη.
Γύρισαν τότε στο χωριό και μετά από δύο μέρες πήγε στην Καβάλα συνοδευόμενος από την αδελφή του. Μπήκαν στο καΐκι για να σταυρώσει τη θάλασσα.
Μόλις το καΐκι ήρθε στη μέση και ολοκληρώθηκε ο σταυρός, είδε κάτι το θαυμαστό. Έβλεπε να βγαίνει από το στόμα του φωτιά, φλόγες, φλογισμένος καπνός. Εκείνη την ώρα όλα έφυγα από πάνω του· ένιωσε τελείως υγιής και έκλαιγε από τη χαρά του.
Μόλις πήγε στο σπίτι, πέταξε όλα τα φάρμακα κι εγκατέλειψε την παλιά του κακή συνήθεια.
Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης