Ο όσιος Αγάπιος ο Μεταξάς κατήγετο από την Κωνσταντινούπολη. Όταν ενηλικιώθηκε έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος και το 1822. έφτασε στην Σαντορίνη. Στο νησί άρχισε με το κήρυγμά του τον ευαγγελισμό των ψυχών.
Το πρώτο σημείο ασκήσεως ήταν ένα σπήλαιο στο Μονόλιθο όπου το σπήλαιο ασκητήριο του γρήγορα έγινε τόπος προσελεύσεως για όσους επιθυμούσαν για αληθινό Λόγο.
Στο μοναστήρι του Προφήτου Ηλία ζούσε τους χρόνους εκείνους ένας ενάρετος ιερομόναχος ο Πορφύριος Μηνδρινός καταγόμενος από τη Γωνιά Σαντορίνης, αλλά επειδή επιθυμούσε την ησυχία μετέφερε τον λογισμό του στον ηγούμενο της μονής αλλά εκείνος δεν επέτρεψε την μετακίνησή του.
Όμως η φήμη του οσίου Αγαπίου έφτασε στο ιερομόναχο Πορφύριο και εκείνος τον συνάντησε και αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Αργότερα οι δύο μοναχοί κατέφυγαν στην Ύδρα στη μονή του Προφήτου Ηλιού όπου ακολούθησαν το πνεύμα των Κολλυβάδων το οποίο είχε μεταλαμπαδευτεί στα νησιά του Αιγαίου.
Ακολούθως με την ευχή του ηγουμένου της Μονής της Ύδρας επιστρέφουν στο ασκητήριο του Μονόλιθου στη Σαντορίνη.
Λόγω της προσελεύσεως πλήθους ευλαβών πιστών μεταφέρονται στη Γωνιά όπου τελούν τις ακολουθίες τους. Συγχρόνως άρχισαν να κατασκευάζουν το ασκητήριό τους στα άκρα του Μέσα Βουνού.
Το έτος του 1844 κοιμήθηκε ο όσιος Αγάπιος.
Το 1845 ο αρχιεπίσκοπος Κυκλάδων Δανιήλ, ζήτησε από τον ιερομόναχο Πορφύριο να αρνηθεί το κολλυβάδικο πνεύμα, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε.
Τότε ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ τον κατήγγειλε στη Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος, όπου δικάστηκε χωρίς απολογία και καταδικάστηκε σε εξορία στη Μονή Ευαγγελιστρίας της Σκιάθου, όπου εκεί κοιμήθηκε εν Κυρίω την 26ην Μαρτίου 1852.
Οι κολλυβάδες Όσιοι, Αγάπιος και Πορφύριος, τιμώνται την 18ην Αυγούστου.