O Όσιος Μαρτινιανός καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα. Από μικρός ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφοσίωσης.
Σε ηλικία 18 ετών αποσύρθηκε στο όρος του Κιβωτού και ζούσε εκεί ασκούμενος στην προσευχή και την νηστεία.
Κάποια γυναίκα αμαρτωλή εμφανίστηκε με δολιότητα στη θύρα του κελιού του Αγίου και παρακαλούσε να την δεχθεί για διανυκτέρευση μέσα στο κελί, διότι έχασε, όπως έλεγε, το δρόμο και κινδύνευε να κατασπαραχθεί από τα θηρία κατά την διάρκεια της νύχτας.
Ο Άγιος ενεργώντας με φιλανθρωπία την φιλοξένησε στο εξωτερικό μέρος του ερημητηρίου του. Η γυναίκα αυτή όμως απέβαλε το προσωπείο και ποικιλοτρόπως προκαλούσε τον Άγιο.
Ο γενναίος τους Χριστού αθλητής προς κατανίκηση της εμπαθούς επιθυμίας, άναψε φωτιά και έριξε τον εαυτό του εντός αυτής.
Μόλις η γυναίκα είδε αυτό, τα μάτια του πνεύματός της που έβλεπαν μόνο την διαφθορά, ανέβλεψαν για πρώτη φορά. Η αμαρτωλή γυναίκα μετανόησε και αφού έφυγε έγινε μοναχή με το όνομα Παύλα και σώθηκε ζώντας οσιακά στη Βηθλεέμ.
Η φήμη του, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα να συρρέουν στο κελί του πλήθος κόσμου, που ζητούσε παρηγοριά και τις συμβουλές του.
Μεταξύ των άλλων έρχονταν και γυναίκες και κόρες, ζητώντας στήριγμα κατά των καταιγίδων και ασπίδα κατά των πειρασμών της ζωής.
Ο Μαρτινιανός, κάνοντας το έργο του πνευματικού, πήγε σε πολλά μέρη. Τελικά κατέληξε σ’ ένα ησυχαστήριο έξω από την Αθήνα. Συχνά δε έλεγε τα λόγια των αποστόλων Πέτρου και Παύλου: ότι ο Διάβολος περιέρχεται σα θηρίο και ζητά ποιόν να καταπιεί.
Οφείλουμε λοιπόν να προφυλαγώμαστε από τις επιθέσεις του, έτοιμοι πάντοτε για να τον αποκρούσομε. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στο ερημητήριό του περί τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.
Η Σύναξη του Οσίου ετελείτο στο Αποστολείο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τήν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας Μακάριε, καί τῆς θαλάσσης τά κύματα, καί τῶν θηρῶν τά ὁρμήματα, χαλινώσας ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρός καί ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καί ἀθλητήν τῇ προαιρέσει τίμιον, καί ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καί συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν. Μαρτινιανόν τόν ἀεισέβαστον, αὐτός γάρ τόν ὄφιν κατεπάτησε.