Η αγία Δωροθέα καταγόταν από πριγκιπική οικογένεια και ζούσε στο Κασίν, στην περιοχή βορείως της Μόσχας, στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο σύζυγός της είχε βρει τον θάνατο υπερασπιζόμενος την πόλη που πολιορκούσαν Πολωνοί και Λιθουανοί.

Έλαβε, λοιπόν, η Δωροθέα την απόφαση να απαρνηθεί τον κόσμο και τις εφήμερες παραμυθίες τους και έφτιαξε εκ των ενόντων ένα αυτοσχέδιο κελλί στα ερείπια της Μονής της Υπαπαντής που κάπνιζαν ακόμη, όπου και επιδόθηκε με θέρμη, παρά την ώριμη ηλικία της, στην νηστεία, την αγρυπνία και την αδιάλειπτο προσευχή λουσμένη στα δάκρυα, όπως και σε άλλους άγιους αγώνες που μόνο ο Θεός γνωρίζει.

Είχε μοιράσει όλα της τα υπάρχοντα για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού και για να προσφέρει βοήθεια στον δεινοπαθούντα από τον πόλεμο λαό, χωρίς να κρατήσει τίποτε για την ίδια, ούτε καν για την τροφή της σχεδόν.

Η φήμη της αγάπης της Δωροθέας προς τον πλησίον και της αγιότητος του βίου της προσέλκυσαν σύντομα γύρω της αδελφές που ολοένα πλήθαιναν δίνοντας ξανά ζωή στο ερημωμένο μοναστήρι.

Στο κέντρο του ανακαινισμένου καθολικού δέσποζε μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, την οποία η αγία είχε βρει στα ερείπια και που για αιώνες παρέμεινε ονομαστό προσκύνημα. Παρά τις επίμονες πιέσεις, η Δωροθέα αρνιόταν να αναλάβει το αξίωμα της ηγουμένης, προτιμώντας να παραμείνει στην σκιά.

Όταν έλαβε το Μέγα αγγελικό Σχήμα, διπλασίασε τους κόπους της, δίνοντας έτσι στις νεώτερες αδελφές το παράδειγμα ενός ζήλου που αδιάκοπα αυξανόταν. Εκοιμήθη ειρηνικά στις 24 Σεπτεμβρίου 1629, σε ηλικία ογδόντα ετών.

Τα τίμια λείψανά της επιτέλεσαν και συνεχίζουν μέχρι τις ημέρες μας να επιτελούν πλήθος θαυμάτων.

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ