Όταν την 6η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, παρόλο που κανείς δεν γνώριζε τί είχε προηγηθεί τις τρεις προηγούμενες ώρες στην οικία του Πρωθυπουργού, ούτε τις αποφάσεις του Υπουργικού συμβουλίου, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους λες και περίμενε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να βροντοφωνάξει το ιστορικό “ΟΧΙ”, σαν μια καθολική επιλογή, η οποία δεν μπορούσε να είναι διαφορετική.
Κι αντίθετα από τα όσα επιτάσσει ίσως η κοινή λογική ενώπιον μιας δύναμης ισχυρής τόσο σε αριθμό όσο και σε δύναμη σαν την Ιταλία, αντί να επικρατεί ανησυχία και φόβος, μια διάθεση ευφορίας αναμεμειγμένη με υπερηφάνεια, λεβεντιά και ανδρεία, πλήρωσε ολόκληρο τον Ελληνισμό με την πεποίθηση ότι καλείται να προστατέψει τα τρεις χιλιάδες και πλέον έτη της ιστορίας του.
Την εξέλιξη της αναμετρήσεως μπορούσε κανείς εύκολα να την μαντέψει, με δεδομένη την αμαχητί ή έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση παράδοση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών στις δυνάμεις του Άξονα.
Το ελληνικό πάλι “ΟΧΙ” ξάφνιασε ως κεραυνός εν αιθρία, πεισμώνοντας τους επιτιθέμενους και γεμίζοντας ενθουσιασμό και ελπίδα όχι μόνο χώρες φίλα προσκείμενες προς την Ελλάδα αλλά και αυτή τη γείτονα, καθότι σύσσωμος ο τουρκικός τύπος πανηγύριζε με συνθήματα όπως “Ζήτω η Ελλάς” (εφ. Ιδκάμ, 29/10/1940).
Για μας πάλι, η συγκεκριμένη στάση ήταν φυσική απόρροια της ιστορίας και της ιδιοσυγκρασίας μας. Γράφει ο Γεώργιος Βλάχος στην “Καθημερινή” της 29ης Οκτωβρίου 1940:
«Αλλά διατί πριν εδώ κινηθή προς τον πρωθυπουργικόν οίκον ο φαιδρότατος αντιπρόσωπός των και κινηθή εκεί εις την Ήπειρον ο στρατός των, δεν έρριπτον εν πρόχειρον βλέμμα εις την Ελληνικήν Ιστορίαν;…
Πότε η Ελλάς παρεδόθη αμαχητί; Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματός της; Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεών της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της, διά να μάθη έπειτα αν έχη την δυνατότητα να υπερασπίση την τιμήν της;
Κράτος μικρόν με ιστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα την υφήλιον, φάρος λαμπροτάτου φωτός, η Ελλάς, καταυγάσασα τους αιώνας, έδωσεν εις όλην την ανθρωπότητα όχι μόνον την ζωήν, το φως, τον πολιτισμόν, τα γράμματα και τας τέχνας, αλλά και το παράδειγμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, την Σαλαμίνα, τας Θερμοπύλας, το Ζάλογγον, το Σούλι, το Μεσολόγγι…
Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πώς μας εφαντάσθησαν τώρα κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την ιστορίαν μας εις τους αριθμούς και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας;»
Δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα που σε όλους σχεδόν είναι γνωστά ως το “΄Επος του ’40 ”, ούτε στην έμπρακτη συμβολή της Εκκλησίας στον άνισο αυτό αγώνα, ούτε στις θυσίες και τις εκατόμβες του απλού ελληνικού λαού.
Αν επί πέντε μήνες η Ελλάδα πολεμούσε νικήτρια στα βουνά της Ηπείρου και απελευθέρωνε ελληνικά εδάφη, όπως το Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Τεπελένι κλπ.· αν στο διάστημα αυτό ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία επιτέλεσαν θαύματα, εκμηδενίζοντας την αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή του αντιπάλου· αν καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής η Εθνική Αντίσταση συνέχισε τον αγώνα της με άκαμπτο φρόνημα και αψηφώντας το οιοδήποτε τίμημα· όλα αυτά οφείλονται για μία ακόμη φορά στη δύναμη και τη σημασία του ηθικού παράγοντα, τον οποίο όψιμα πολλοί έχουν αρχίσει να αμφισβητούν.
Κι όμως, ακόμα και σήμερα που οι πόλεμοι διεξάγονται με εντελώς διαφορετικά μέσα και κανόνες, τίποτα δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η ψυχή δεν φλογίζεται από το πάθος της θυσίας. Μιας θυσίας η οποία προϋποθέτει ιδανικά, όπως η Πατρίδα, η Πίστη, η Ιστορία.
Τα ιδανικά αυτά ποτέ δεν έλειψαν από τη ζωή μας, ωστόσο σήμερα, με δεδομένες τις δύσκολες συγκυρίες που διαδραματίζονται στον τόπο μας, φαίνεται σαν να έχουν καμφθεί, ή σαν να κοιμούνται, περιμένοντας τη στιγμή κατά την οποία θα ξεσπάσουν ενάντια σε όσους επιβουλεύονται να καταστήσουν υπόδουλο το ελληνικό έθνος και την αιματοβαμμένη του γη.
Η αντίστασή μας, διαχρονικά, συνίσταται στην ενότητα του πνεύματος και στην ομοψυχία του λαού μας. Αυτή η δύναμη αποτέλεσε το ανυπέρβλητο εμπόδιο για τους κατακτητές του ’40 τόσο κατά τη διάρκεια των ένδοξων μαχών κατά τους πρώτους μήνες, όσο και κατά την τριετή περίπου Κατοχή.
Γι αυτό και αξίζει σήμερα, να παραχωρήσουμε το βήμα στους πρωταγωνιστές της Ιστορίας, ώστε να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές και να αντλήσουμε ελπίδα και δύναμη για το παρόν και το μέλλον της Πατρίδας μας.
Την 30ή Οκτωβρίου 1940, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς καλεί στο Γενικό Στρατηγείο (στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία”) τους εκδότες και αρχισυντάκτες των εφημερίδων και “κεκλεισμένων των θυρών” τους ενημερώνει για το πώς φτάσαμε σε πολεμική αναμέτρηση με την Ιταλία, και κλείνει με τα εξής:
«θέλω φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν.
Η Ελλάς δεν πολεμά δια την νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν. Και δια την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της. […] Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει».
Στο διάγγελμά του, ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ τονίζει τη σημασία της εθνικής ενότητας, της Πίστεως, και της προάσπισης των ιδανικών:
« Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των και θα φανώμεν αντάξιοι της ενδόξου ημών Ιστορίας. Με πίστην εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος, θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής Νίκης. »
Το ίδιο σθένος φανερώνει και η Ημερησία Διαταγή του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου:
«Θα πολεμήσωμεν με πείσμα, με αδάμαστον εγκαρτέρησιν, με αμείωτον μέχρι τελευταίας πνοής ενεργητικότητα. Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψει νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους. Μην αμφιβάλλετε ότι τελικώς θα επικρατήσωμεν, με την βοήθειαν και την ευλογίαν του Θεού και τας ευχάς του Έθνους. Έλληνες αξιωματικοί και οπλίται φανήτε ήρωες».
Θα ήταν παράλειψη να μην θυμηθούμε την διακήρυξη των εξεχόντων μορφών (1) του πνευματικού βίου της εποχής εκείνης, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Νέα Ελλάς” της 10ης Νοεμβρίου 1940:
«Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν, η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμή της.
Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωσι της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθειά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρωπίνης ιστορίας.
Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός.
Σ’ αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεσι:
Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας.
Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν’ απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου για να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθειά τους.
Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξη τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος».
Αλλά και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο οποίος κατά τον ενθρονιστήριο Λόγο του ως Μητροπολίτης Τραπεζούντος είχε χαρακτηριστικά διακηρύξει “προτιμώ ιπτάμενος ως αετός να πέσω, ή έρπων να ζήσω”, όχι μόνο αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση (Τσολάκογλου), αλλά συμπεριφέρθηκε με παγερή υπερηφάνεια και αγέρωχο ύφος στον Γερμανό στρατηγό Στούμμε, που τον επισκεύθηκε προκειμένου να τον μεταπείσει.
Αυτόν τον ηρωισμό και την πίστη επέδειξε και με το μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό, με το ξέσπασμα του πολέμου. Σας το διαβάζω:
«”Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις…” (Ψαλμός ιθ’, στίχος 8.)
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά
Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα.
Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν εν μία ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής, και θα συνεχίσουν ούτω την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας.
Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι.
Επιρρίψωμεν επί Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία ημών μεγαλυνθησόμεθα.
Η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και πατρός είη μετά πάντων ημών».
Όσα παρατέθηκαν είναι αρκετά για να καταδείξουν τη σημασία της ενότητας του λαού μας, της πίστης στον Θεό, της υπεράσπισης των ιδανικών και της ιστορίας μας.
Κράτησα για το τέλος ένα κείμενο, το οποίο εάν αλλάξουμε ελάχιστες λέξεις θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί μόλις χτες, μιας που το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες μιας νέας προσπάθειας εισβολής ενάντια στην εθνική μας κυριαρχία, η οποία όμως δεν διαφέρει από όσες έχουμε ζήσει στο παρελθόν.
Οι Πέρσες δεν ζήτησαν τίποτε άλλο από τους Έλληνες, παρά “γῆν καί ὕδωρ” · οι Ιταλοί ζήτησαν απλά την πρόσβαση στα ελληνικά λιμάνια και συγκοινωνιακά δίκτυα, οδούς και σιδηρόδρομους.
Και οι δανειστές μας σήμερα ζητούν ως ανταλλάγματα την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας και του πλούτου που κρύβει η αιματοβαμμένη γη των προγόνων μας.
Οι θόρυβοι και οι φωνές είναι, όπως πάντα, πολλοί και συχνά αποσυντονίζουν τη σκέψη μας. Τα διλήμματα τίθενται πάντοτε σκληρά και απειλητικά. Οι συζητήσεις μπορεί να είναι πολλές, όμως η απόφαση δεν δύναται παρά να είναι μία, ανάλογα πού θα κλίνει ο ζυγός της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το άρθρο του Γεωργίου Βλάχου με τίτλο “ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!”, που δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή” της 4ης Νοεμβρίου 1940:
«Λοιπόν;… Θα συνεχίσωμεν την συζήτησιν; Θα βάλωμεν κάτω έναν καφέν και θα σταθώμεν γύρω από το φλιτζάνι του οι απόλεμοι, οι άχρηστοι, οι καφενόβιοι, διά να πούμε, περί του ποιος θα νικήση και ποιος θα επικρατήσει;… Προς Θεού! θα νικήση η Ελλάς! Όλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ!
Χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συζητήσεις, χωρίς κεφάλια τα οποία αργοκινούνται και αμφιβάλλουν, χωρίς μυαλό. Μυαλό δεν χρειάζεται. Χρειάζεται ενθουσιασμός και παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος αλόγιστον και καρδιά. Με αυτό το υλικόν έγινεν ο Αγών του Εικοσιένα. Με αυτά τα όπλα νικούν οι λαοί.
Ήρθατε να πάρετε την Ήπειρον;… ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ.
Έχετε Στρατούς, έχετε Στόλους, έχετε αεροπλάνα, είσθε σαράντα πέντε εκατομμύρια και είμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ.
Θα μας κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ.
Και θα προχωρήσωμεν και θα νικήσωμεν και θα σας πετάξωμεν εις την θάλασσαν. Γίνεται;… Γίνεται, δεν γίνεται, αυτό πρέπει να αισθάνεται και να βροντοφωνή η καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ. […]
Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ. […]
Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ…»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
“Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον – Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41 – Η Ιταλική εισβολή 28/10/1940 μέχρι 13/11/1940”, έκδοσις ΓΕΣ/ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, 1960.
Γεωργιάδης Σωτήριος, Υποναύαρχος Π.Ν. ε.α., Σύντομο Ιστορικό της Ελληνικής Εποποιίας του 1940.
Περιοδικό “Πολιτικά Θέματα”, τ. 28 Οκτ. 1994.
Περιοδικό “Πολιτικά Θέματα”, τ. 27 Ιαν. 1995.
http://www.army.gr/default.php?pname=KARGAKOS&la=1
http://www.army.gr/files/File/pdf/Enarksi_Polemou.pdf
http://www.army.gr/files/File/pdf/Maxh_Pindou.pdf
http://www.cslab.ntua.gr/~phib/hellas/diaggelm.htm
1. Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.
Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζα
(Εκφωνήθηκε την 27/10/2011 κατά την διάρκεια της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940)