Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σὰν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιὸ θερμοῦ καὶ φωτεινοῦ, νὰ ἔχει τὴ θέση τῆς σπίθας, γιὰ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ καὶ νὰ τοῦ δείχνει νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Αὐτὸ ὀνομάζεται συνείδηση, καὶ εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ παραχώθηκε καὶ καταπατήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν προοδευτικὴ ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τὸ γραπτὸ νόμο, χρειαστήκαμε τοὺς ἁγίους προφῆτες, χρειαστήκαμε τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὴν ξαναφέρει στὸ φῶς καὶ νὰ τὴν ἀναστήσει, γιὰ νὰ ξαναδώσει ζωή, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σὲ κείνη τὴ σπίθα ποὺ ἦταν παραχωμένη.
Τώρα λοιπὸν εἶναι στὸ χέρι μας ἢ νὰ τὴν παραχώσουμε πάλι ἢ νὰ τὴν ἀφήσουμε νὰ λάμπει καὶ νὰ μᾶς φωτίζει, ἂν συμμορφωνόμαστε μὲ τὶς ὑποδείξεις της.
Γιατί ὅταν ἡ συνείδηση μᾶς ὑπαγορεύει νὰ κάνουμε αὐτό, καὶ ἀδιαφοροῦμε, καὶ πάλι μᾶς λέει νὰ κάνουμε ἐκεῖνο, καὶ δὲν τὸ κάνουμε, ἀλλὰ σταθερὰ καὶ ἀδιάκοπα τὴν καταπατοῦμε, ἔτσι τὴ θάβουμε καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ φωνάξει δυνατὰ μέσα μας, ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴ σκεπάζει.
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει θαμπὸ φῶς, ἔτσι κι αὐτὴ ἀρχίζει νὰ μᾶς δείχνει ὅλο πιὸ θολά, ὅλο πιὸ σκοτεινὰ τὰ πράγματα, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θολωμένο ἀπὸ τὰ πολλὰ χώματα νερό, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ μέσα τὸ πρόσωπό του.
Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ καταντᾶμε νὰ μὴν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καὶ νὰ φτάνουμε στὸ σημεῖο νὰ νομίζουμε ὅτι δὲν τὴν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχει.
Γιατί αὐτὸ εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καὶ δὲν χάνεται ποτέ, ἀλλὰ πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε.
Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν ἀδελφοί μου νὰ φυλᾶμε τὴν συνείδησή μας, ὅσο ἀκόμα βρισκόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, χωρὶς νὰ τὴν προκαλοῦμε νὰ μᾶς ἐλέγξει γιὰ κάποιο πράγμα. Χωρὶς νὰ τὴν καταπατοῦμε σὲ τίποτα ἀπολύτως, οὔτε καὶ στὸ ἐλάχιστο.
Γιατί ξέρετε καλὰ ὅτι ἀπὸ τὰ μικρὰ αὐτὰ καὶ ἀσήμαντα, ὅπως λένε, φτάνουμε νὰ καταφρονοῦμε καὶ τὰ μεγάλα.
Γιατί ὅταν ἀρχίσει κανεὶς νὰ λέει: «Τί σημασία ἔχει, ἂν πῶ αὐτὸ τὸ λόγο; Τί σημασία ἂν φάω λιγάκι; Τί σημασία ἔχει ἂν δώσω προσοχὴ σὲ αὐτὸ ἐδῶ τὸ πράγμα;».
Ἀπὸ τὸ «τί σημασία ἔχει αὐτὸ καὶ τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο» ἀποκτάει κανεὶς κακὴ καὶ διεστραμμένη διάθεση καὶ ἀρχίζει νὰ καταφρονεῖ τὰ μεγάλα καὶ βαρύτερα, καὶ νὰ καταπατεῖ τὴν ἴδια τὴ συνείδησή του. Καὶ ἔτσι προχωρώντας σιγὰ-σιγὰ κινδυνεύει νὰ πέσει σὲ ἀναισθησία.
Ἡ προσπάθειά μας νὰ φυλάξουμε τὴ συνείδησή μας ἄγρυπνη καὶ νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὶς ὑποδείξεις της παίρνει πολλὲς καὶ ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς «κατὰ συνείδηση» καὶ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ πράγματα.
Πρὸς μὲν τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴν καταφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, καὶ ὅταν δὲν τὸν βλέπει ἄνθρωπος καὶ ὅταν κανεὶς δὲν ἀπαιτεῖ τίποτα ἀπὸ αὐτόν. Αὐτὸς ἐνεργεῖ κατὰ συνείδηση ἔναντι τοῦ Θεοῦ μυστικά.
Ἡ τήρηση τῆς συνειδήσεως πρὸς τὸν πλησίον εἶναι νὰ μὴν κάνει κανεὶς τίποτε ἀπολύτως ποὺ καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἢ πληγώνει τὸν πλησίον, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ κάποια κίνηση, εἴτε μὲ ἕνα βλέμμα – γιατί μπορεῖ κανεὶς καὶ μὲ μία κίνηση, ὅπως πολλὲς φορὲς λέω, νὰ πληγώσει τὸν πλησίον, μπορεῖ καὶ μὲ ἕνα βλέμμα. Καὶ μὲ λίγα λόγια ὁ ἄνθρωπος μολύνει τὴ συνείδησή του μὲ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ προκαλέσει λογισμοὺς στὸν πλησίον, ἐπειδὴ ξέρει ὅτι τὸ κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ τὸν βλάψει ἢ νὰ τὸν στενοχωρήσει.
Τὸ νὰ φυλάξει λοιπὸν τὴ συνείδηση καὶ νὰ μὴν κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι νὰ αὐτὸ ποὺ λέμε, νὰ ἐνεργεῖ κατὰ συνείδηση πρὸς τὸν πλησίον.
Νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς κατὰ συνείδηση πρὸς τὰ ὑλικὰ πράγματα σημαίνει νὰ μὴν κάνει κατάχρηση κανενὸς πράγματος, νὰ μὴν ἀφήνει κάτι νὰ καταστραφεῖ ἢ νὰ πεταχτεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δεῖ κάτι πεταμένο, νὰ μὴν τὸ ἀγνοήσει ἔστω κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀσήμαντο, ἀλλὰ νὰ τὸ μαζέψει καὶ νὰ τὸ βάλει στὴ θέση του.