Κάποια Χριστούγεννα ο Μητροπολίτης Μόρφου, όταν ήταν φοιτητής, πήγε στη μονή του Οσίου Δαβίδ.
Μετά την αγρυπνία των Χριστουγέννων, αφού ξεκουράστηκαν λίγο, αποφάσισαν μαζί με ένα φίλο του να περπατήσουν προς την περιοχή Αγιονέρι, όπου υπήρχαν πολλά πλατάνια και ποταμός που έτρεχε.
Καθώς περπατούσαν προς το Αγιονέρι, ακούνε κάποιον να ψάλλει πολύ γλυκά:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε, λαοί, ότι δεδόξασται».
Πλησιάζουν προς το μέρος από όπου ερχόταν η ψαλμωδία και βλέπουν τον Γέροντα Ιάκωβο γονατιστό μέσα στην κουφάλα ενός πλατάνου να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα, άδοντας και ψάλλοντας την καταβασία αυτή των Χριστουγέννων.
Το πλέον όμως θαυμαστό που είδαν ήταν ότι τα πουλιά του δάσους μαζεύτηκαν και πετούσαν πάνω από το πλατάνι που βρισκόταν, και όλα τα άλλα μαζεύτηκαν στα γύρω πλατάνια, που νόμιζες ότι τα πλατάνια είχαν φύλλα, αφού ως φυλλοβόλα εκείνη την εποχή είχαν ρίξει τα φύλλα τους.
Βλέποντάς τους, ο Γέροντας σταμάτησε να ψέλνει και τα πουλιά έφυγαν με την παρουσία των «ξένων». Σηκώθηκε ο άνθρωπος του Θεού και τους λέει:
«Να, καλά μου παιδιά! Ήταν τόση η χαρά μου από τη γέννηση του Χριστού, που δεν άντεχα να την έχω μόνος μου και είπα:
‘‘Δεν πηγαίνεις, χαζέ Ιάκωβε, μέσα στο δάσος να ψέλνεις Χριστός γεννάται, δοξάσατε’’; Και, όπως έψελνα, ήλθαν όλα αυτά τα πουλιά και έψελναν και αυτά»!