Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ’ αυτό πού επισημαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται και με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας;
Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε και το αψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θεός» (Ματθ. 19,18)!
Χωρίς συσχέτιση του αγαθού και κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή και την καρδιά του.
Κι όταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες και πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο, σταματά να είναι και γνησίως και αληθινά καλό.
Έτσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα και είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως ευάρεστη στο Θεό. Και εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου.
Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πίστη μας σ’ Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού’ ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α’ Ίω.3, 23).
Στη διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέρους εντολή του Θεού, κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστιανός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά και καλή χρονιά», είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με εναπόθεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλα αυτά δείχνουν ολιγοπιστία ή απιστία στο Θεό.
Και παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση του συνανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγμή του, κλαίγοντας στο κλάμα του και χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οι ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γίνουν το ερέθισμα για ένα δικό μας βαθύτερο προβληματισμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη συναίσθηση του εαυτού μας, αλλά και της θέσης και του ρόλου μας μέσα στον κόσμο πού βρεθήκαμε.
Κι ή θέση μας και ό ρόλος μας δεν είναι να είμαστε ανεύθυνοι και χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό, παραθέτοντας συνεχώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών Χριστω τω Θεώ».
π.Γεωργίου Δορμπαράκη