Μαρτυρία π. Σ. Α., αποφοίτου Αθωνιάδος:
«Ήταν 10 Φεβρουαρίου 1980. Τα χιόνια αργούν να λυώσουν, γι’ αυτό λίγοι κατηφορίζουν προς το οικειότερο Κελλί της αγιώνυμης πολιτείας, την “Παναγούδα”.
Το θεώρησα χρυσή ευκαιρία γιατί θα τον εύρισκα μόνο.
Έλαβα ευλογία από τον Σχολάρχη και κατηφόρισα προς την απέριττη καλύβη του π. Παϊσίου για να τρυγήσω λίγη πνευματική αμβροσία.
»Μόλις έφθασα στην αυλόπορτα τράβηξα το συρματόσχοινο και χτύπησε το καμπανάκι. Ο Γέροντας βγήκε, μου κατέβασε το κλειδί και άνοιξα την πόρτα.
Με υποδέχθηκε και μου είπε να καθήσω.
–Τι γίνεται, Γέροντα; Πως είσθε; τον ρώτησα.
– Τι να κάνω… είμαι κουρασμένος, είμαι και άρρωστος… (είχε γρίππη). Δεν μ’ αφήνει ο κόσμος να πεθάνω…
– Όχι, Γέροντα, σας χρειαζόμαστε, του είπα.
– Φαίνεται έχω αμαρτίες ακόμα, είπε, γραμμάτια… Δεν έχω και τίποτα να σε φιλέψω. Κάτι λουκούμια που είχα τάφαγαν οι τελευταίοι επισκέπτες που ήρθαν εδώ το μεσημέρι από τις Καρυές.
–Δεν θέλω τίποτα, Γέροντα, για συζήτηση ήρθα.
– Όχι, για στάσου, είπε.
Και χωρίς να χάση καιρό βγήκε έξω στο χιόνι.
Τον παρακολουθούσα από περιέργεια. Από την ολάνοιχτη πόρτα τον έβλεπα σκυφτό προς το χιόνι. Είχε την πλάτη προς εμένα και σαν να έκανε κάτι.
Σε λίγο μπήκε μέσα κρατώντας ένα τενεκεδάκι και μέσα φαίνονταν κάτι ανισομεγέθη σκευάσματα με αποτυπωμένες δαχτυλιές και σημάδια παλάμης.
Όλα ακανόνιστα, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα. Όλα άσπρα και σαν να είχαν πολλή άχνη πασπαλισμένη από πάνω, όπως είναι το χιόνι.
– Πάρε, μου είπε. Πάρε να φας.
Έφαγα ένα. Η γεύση ήταν σαν λουκούμι και στην κυριολεξία ήταν λουκούμι.
–Πάρε άλλο ένα, μου είπε, αλλά όχι άλλα.
–Ωραία τα λουκούμια, π. Παΐσιε, είπα.
– Ποια λουκούμια; Χιόνι είναι, είπε γελώντας. Κοίταξε, μου είπε, μην πης τίποτα σε κανέναν.
Με πόσα παιδιά μένεις στον θάλαμο; Πάρτα να τα δώσης στα παιδιά, αλλά προσοχή δεν θα πεις τίποτα.
»Έφυγα από το Καλύβι γιατί νύχτωνε και έκανα όπως μου είπε ο Γέροντας.
Από τα λουκούμια αυτά που τα έκανε ο Γέροντας με το χιόνι έφαγαν και άλλα τρία παιδιά του θαλάμου μου.
Αλλά δεν είπα τίποτα για την προέλευσή τους, διότι δεν είχα ευλογία.
Τώρα που ο Γέροντας εκοιμήθη και ήρθη το “επιτίμιον” το εξιστορώ εις δόξαν Θεού».
Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου,
Ιερομονάχου Ισαάκ Άγιον Όρος, 2016
σελ. 567-569