Τον Νοέμβριο του 1940 μετά την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης στην πλατεία του χωριού Βίτσα γινόταν γλέντι για τη νίκη του ελληνικού στρατού μας.
Ο π. Ιάκωβος που περνούσε από κει να να πάει στο μοναστήρι του τον Προφήτη Ηλία Βίτσας, ανέβηκε σε μία πέτρα και τους είπε:
”Παιδιά μου μη χαίρεστε και μη το ρίχνετε έξω. Αντίς για γλέντια χρειάζεται προσευχή και παρακλήσεις στο Θεό. Οι Ιταλοί θα ξαναγυρίσουν στη χώρα μας”.
Την περίοδο της κατοχής οι Ιταλοί έχοντας πληροφορίες ότι στο χωριό κρύβονταν αντάρτες, συγκέντρωσαν αποσπάσματα για να τους επιτεθούν και να κάψουν το χωριό. Οι χωρικοί μαζί με τους αντάρτες το εγκατέλειψαν και αναζήτησαν σωτηρία στο βουνό.
Ο π. Ιάκωβος αρνήθηκε να φύγει. ”Θα καθίσω εδώ’’ είπε, ‘’ο Θεός είναι μεγάλος. Αν δεν τα καταφέρω να σώσω την εκκλησία, ας με σκοτώσουν. Πάντως μέσα στην εκκλησία θα με σκοτώσουν”.
Έμεινε λοιπόν μέσα στην εκκλησία , άναψε όλα τα κεριά , έκαψε μοσχολίβανο πολύ και προσευχήθηκε να φυλάξει ο Θεός το χωριό και την εκκλησία Του. Όταν ήλθε η ώρα του εσπερινού κτύπησε την καμπάνα και άρχισε την ακολουθία του.
Την καμπάνα όμως την άκουσαν και οι Ιταλοί που βρίσκονταν 2-3 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. Θεώρησαν ότι στο χωριό υπήρχε σημαντική δύναμη ανταρτών έτοιμη να τους αντιμετωπίσει και ότι η καμπάνα ήταν το σύνθημα για επίθεση. Τότε οι Ιταλοί πανικόβλητοι το έβαλαν στα πόδια και οπισθοχώρησαν.