Μεσημεράκι Σαββάτου, με έναν ήλιο-υπόσχεση Άνοιξης να κάνει σπλαχνικές τις οδούς των ανθρώπων.
Αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητό του με δευτέρα -μάλλον- για να μαζέψει καμιά ηλιαχτίδα πρόθυμη να διαλύσει λίγο από το σκοτάδι των επιβεβλημένων (από τους κυβερνώντες) έντονων βιοτικών μεριμνών.
Είναι ένας λιγόλογος άνθρωπος που δούλεψε σκληρά και πολύ και τώρα επιβιώνει με μια κουτσουρεμένη σύνταξη.
Όταν έφτασε μπροστά στη εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου, έκανε τον σταυρό του και φαντάζομαι πως δεν ζήτησε κάτι γιατί έμαθε να μην ζητάει και -ίσως- τόσο απλοϊκός που είναι, να νομίζει πως αν υποβάλει κάποιο αίτημα, θα βαρύνει τον Άγιο. Και αυτό δεν το θέλει με τίποτε, ούτε καν για τους ανθρώπους…
Χαμένος στις σκέψεις του, δεν άκουσε την φωνή αλλά είδε την γυναίκα να του γνέφει από μακριά, κουνώντας τα χέρια. Μετά την άκουσε κιόλας που έλεγε “κύριε, κύριε”.
” ‘Ηταν μία συνηθισμένη γυναίκα.” είπε αργότερα ” Ούτε κακοντυμένη, ούτε ζητιάνα.
Πλησίασε και μου ζήτησε ενάμιση ευρώ, να πάρει ψωμί. Και μου είπε να της δώσω την διεύθυνσή μου, να μου το επιστρέψει όταν πληρωθεί!
Της έδωσα (νομίζω ότι δεν της έδωσε μόνο ενάμιση…) και της είπα πως δεν το θέλω πίσω, αν και επέμενε πολύ”.
Η λιτότητα του περιεκτικού του λόγου τελείωσε την αφήγηση εδώ αλλά αυτό που του έκανε υγρά τα μάτια, δεν ήταν η συνήθης αλλεργία του…
Συνέχισε να καθαρίζει, στο τραπέζι της αυλής, τα χόρτα που είχε αγοράσει από την λαϊκή κι’ εγώ ευχήθηκα αυτή η άγνωστη να μην ήταν ένα ακόμη θύμα της εξουσίας αλλά ίσως η Κυρά μας η Παναγιά που βγήκε από μια της εικόνα του παρακειμένου ναού και του ζήτησε χρήματα, για να ευλογήσει την καλοσύνη του.
Έτσι το ήθελε η φαντασία μου για κείνον αλλά και για τις γυναίκες που δεν θέλω να μην έχουν ψωμί να φάνε, προεικονίζοντας (πιθανότατα) το δικό μας μέλλον.
Αν δεν ήταν η Κυρά, σ’ ένα “παιχνίδι” με τον αγαθό άνθρωπο στην πρώιμη λιακάδα, τότε σίγουρα ήταν η ίδια η Ελλάδα, που βγήκε σε επαιτεία.
anazhthseis-elena