Από τον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό-Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι
Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, —στέκομαι καὶ κοιτάζω—
λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
κι ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.—
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, και τ’ ἄστρα σὰ πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾷ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιᾶ! σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν·
ἀθάνατή ’σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾷ, γειρτός, τοῦτά ’π’ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαροῦ, τ’ ἀγκίστρι π’ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ‘ρίξεις ἄμε.»
~
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν πληθύνουν τ’ ἄστρα,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ ἀπίθωσε στ’ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
τὸ πέταξε, τ’ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνῶντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ’, ἀλίμονον! βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν·
ἀθάνατή ’σαι, πού, βροντή, ποτέ δὲν ἡσυχάζεις;
Πανερημιὰ τῆς γνώρας μου, θέλω μ’ ἐμὲ νὰ κλάψεις.»