Ζούσε κάποτε στην Βίριτσα μία γυναίκα που λεγόταν Αλεξάνδρα. Στον Θεό δεν πίστευε. Ο άνδρας της δεν γύρισε από τον πόλεμο (τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Τότε κάποιες γνωστές της της είπαν:
– Ζει εδώ ένας γέρος μοναχός (ο Ιερομόναχος Σεραφείμ, νυν άγιος) που προβλέπει το μέλλον, πήγαινε να τον ρωτήσεις. Μπορεί αυτός να σου πει τι έγινε με τον άνδρα σου.
Η Αλεξάνδρα πήγε στον πατέρα Σεραφείμ μαζί με την κόρη της οκτώ χρονών που ήταν κουφή. Περίμεναν πολλή ώρα. Η Αλεξάνδρα άρχισε να νευριάζει και ήθελε να φύγει. Τελικά μπήκε μέσα στο κελί του Γέροντα αλλά δεν τον ρώτησε τίποτα.
Ο Γέροντας την κοίταξε και της είπε·
– Πήγαινε.
Αλλά η κόρη της ήθελε να δει τον παππούλη από κοντά. Αυτός κάτι της έλεγε. Το κορίτσι δεν άκουγε τίποτα και προσπάθησε να του δείξει πως δεν τον άκουσε.
Ξαφνικά ο πατήρ Σεραφείμ άρχισε να κλαίει, μετά σήκωσε τα μάτια του και πολλή ώρα κοιτούσε προς τα πάνω. Το κορίτσι τον λυπήθηκε και πήγε κοντά σ’ αυτόν.
Ο Γέροντας πήρε από το τραπέζι μία καραμέλα και την έδωσε στο κορίτσι. Εκείνη του είπε φωναχτά·
– Ευχαριστώ!
Ο Γέροντας άρχισε πάλι να της μιλά και της είπε·
– Πήγαινε και πες· με συγχωρείτε που καθυστέρησα τον παππούλη.
Το κορίτσι όταν βγήκε μαζί με την μητέρα της από το κελί του Γέροντα είπε αυτά τα λόγια.
Αργότερα η Αλεξάνδρα διηγήθηκε· «Θεέ μου! Όταν άκουσα την κόρη μου να λέει αυτά τα λόγια έτρεξα πίσω στο κελί του Γέροντα και έπεσα κάτω στα πόδια του·
– Με συγχωρείτε παππούλη!
Αυτός μου είπε αυστηρά·
– Στον Θεό δεν πιστεύεις και σε μένα ήλθες, γιατί νόμιζες ότι είμαι κάποιος μάγος. Δεν ασχολούμαι με μαγεία αλλά προσεύχομαι. Βλέπεις ο Κύριος έκανε να γίνει η κόρη σου καλά. Μην το ξεχνάς.
Εγώ σε λίγο θα αναχωρήσω. Να έρχεσαι στον τάφο μου. Ήθελες να μάθεις για τον άνδρα σου – ζει αυτός και σε λίγο θα επιστρέψει αλλά δεν θα είσαι ευτυχισμένη μαζί του. Λίγο καιρό θα είναι μαζί σου, μετά θα σε αφήσει και θα πάει στην άλλη γυναίκα».
Πραγματικά μετά από λίγο γύρισε στο σπίτι ο άνδρας της αλλά η ζωή τους δεν πήγε καλά. Αυτός πήγαινε με άλλες γυναίκες και τελικά έφυγε από το σπίτι.
Η Αλεξάνδρα δεν πήγαινε ούτε στην εκκλησία ούτε στον τάφο του Γέροντα μέχρι που άρχισαν να πονάνε τα πόδια της και να μένει παράλυτη.
«Τότε θυμήθηκα αυτά που μου έλεγε ο πατήρ Σεραφείμ και άρχισα να κλαίω, – διηγείται η Αλεξάνδρα. Ο άνδρας με είχε αφήσει, τα δύο μεγάλα παιδιά σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο και έμεναν στην φοιτητική εστία, η μικρότερη κόρη πήγαινε σχολείο και έμενε στο οίκοτροφείο.
Ιδιαίτερα οι νύχτες ήταν πάρα πολύ δύσκολες – στο σπίτι δεν υπάρχει κανείς, μόνο εγώ. Κάθομαι μόνη μου και κλαίω·
– Αχ παππούλη, θα πήγαινα τώρα στον τάφο σου αλλά δεν έχω πόδια.
Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τον πατέρα Σεραφείμ, δεν ξέρω αν ήταν όνειρο ή όχι. Μου έδωσε ένα κομμάτι ψωμί και μου είπε·
– Φάε να δυναμώσεις.
Άρχισα να τρώω αυτό το ψωμί. Όταν το έφαγα σχεδόν όλο και μου έμεινε μόνο ένα μικρό κομματάκι, ο Γέροντα μου είπε·
– Αύριο όταν θα σηκωθείς μην παρακαλάς κανέναν, γα τυλίξεις τα πόδια σου με κουβέρτα και να πας στον τάφο μου με τα χέρια αλλά μόνη σου! Πρώτη φορά με τα χέρια θα πας, στα γόνατα θα επιστρέψεις δεύτερη φορά στα γόνατα θα πας και με τα πόδια θα επιστρέψεις.
Δεν ξέρω αν τον είδα στο όνειρο αλλά το μικρό κομμάτι ψωμί έμεινε στο χέρι μου».
Την επόμενη μέρα η Αλεξάνδρα προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι αλλά δεν μπόρεσε. Τότε έπεσε κάτω στο πάτωμα, τύλιξε τα πόδια της με κουβέρτα, πήρε μία καρέκλα και σπρώχνοντάς την μπροστά και ακουμπώντας πάνω σ’ αυτή βγήκε στο δρόμο.
Σερνόμενη κάτω μετά από πολλές ώρες έφτασε στον τάφο του πατρός Σεραφείμ. Στο σπίτι γύρισε στα γόνατα.
Και δεύτερη φορά όταν πήγε επέστρεψε στο σπίτι της με τα πόδια.
Απόσπασμα από το βιβλίο, ο «Νεοφανής άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας Σεραφείμ της Βίριτσα, Βίος, θαύματα, προφητείες», των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.