Ο παπά Νικόλας δεν γνώριζε τι θα πεί πρωινό ρόφημα ή συνεχής βαθύς ύπνος. Και είχε το ιερό συνήθειο να μνημονεύει με τις ώρες τα ονόματα των νεκρών πρώτα και ύστερα των ζωντανών.Τις ώρες αυτές βρισκόταν πάντα όρθιος, συχνά νηστικός ή νήστευε απο μέρες κι ηταν εξαντλημένος.
Κατά το συνήθειο του αυτό εμνημόνευε πρώτα τους Πατριάρχες, Μητροπολίτες, Ιερείς, Διακόνους και στη συνέχεια διάβαζε τα εκατοντάδες χαρτάκια που του είχαν δώσει και κουβαλούσε μόνιμα πάνω του.
Τα είχε τοποθετήσει σε δύο μεγάλες μαντήλες και αφού τις έδενε σταυρωτά τις φύλαγε στον κόρφο του. Στην μιά μαντήλα είχε τα εκατοντάδες ονόματα με τους νεκρούς. Και στην άλλη τους ζωντανούς.
Τον ρώτησαν κάποτε:
-Τι είναι αυτά τα μποξαδάκια που φυλάγεις στον κόρφο σου παππούλη; Και εκείνος αποκρίθηκε:
-Τα γράμματα μου είναι και τα συμβόλαια. Αυτά έχω εγώ για περιουσία.
-Και στην εκκλησία γιατί βρίσκεσαι συνέχεια;
-Και του λόγου σου κυρ Σπύρο μου οταν ανοίγεις το κατάστημα σου στην Ερμού, γιατί μένεις με τις ώρες εκειδά;
-Το ίδιο πράμα είναι παπά -Νικόλα;
-Ετσά κι ακόμα πιο αναγκαίο! Για μένα η εκκλησία είναι το σπίτι μου και οι ακολουθίες η τροφή μου. Πές το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδυνό μου!.
Ο παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς