Ο Άγιος Ισίδωρος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 565 – 570 μ.Χ. στην Καρθαγένη της Ισπανίας, στην οποία η οικογένειά του είχε καταφύγει εξαιτίας του διωγμού του αρειανού Γότθου βασιλέως Αγίλα (549 – 554 μ.Χ.).
Από την παιδική του ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και ανατράφηκε από τους μεγαλύτερους αδελφούς του Λέανδρο και Φουλγέντιο και την αδελφή του Φλωρεντίνη. Ο αδελφός του, Λέανδρος, που ήταν Επίσκοπος Σεβίλλης, φρόντισε με περισσή φροντίδα για την μόρφωση του Αγίου.
Όταν ενηλικιώθηκε, εργάσθηκε κοντά στον δάσκαλο και αδελφό του Λέανδρο βοηθώντας το θεολογικό και ποιμαντικό του έργο. Κυρίως ασχολήθηκε με την μεταστροφή των Βησιγότθων από τον αρειανισμό και αντιστάθηκε και αυτός σθεναρά στον κακόδοξο τότε βασιλέα Λέβεγκιλντ.
Κατά την διάρκεια της εξορίας του Αγίου Λεάνδρου ο Ισίδωρος σήκωσε στους ώμους του, μόνο αυτός, το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα και υπεράσπισε με θάρρος την ορθόδοξη πίστη και τα αληθινά συμφέροντα της Ισπανικής Εκκλησίας. Όταν αργότερα στο θρόνο ανέβηκε ο ορθόδοξος υιός του Λεβιγκίλντ, ο Ρεκαρέντ, ο λαός επέστρεψε στην Ορθοδοξία.
Ο Άγιος Ισίδωρος αναχώρησε σε ένα μοναστήρι, για να επιδοθεί ολόψυχα στην ησυχία, την μελέτη και την προσευχή. Αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ. Ο θάνατος του Αγίου Λεάνδρου ανάγκασε τον Ισίδωρο να υπακούσει στον κλήρο και τον λαό και να αναλάβει το έτος 600 μ.Χ., ως Επίσκοπος τον θρόνο της Σεβίλλης.
Στην Β’ Τοπική Σύνοδο της Σεβίλλης, το έτος 619 μ.Χ., στην οποία προήδρευε, κατατροπώθηκε ένας αιρετικός μονοφυσίτης μαθητής του Σεβήρου, ενώ ο Άγιος θεράπευσε έναν τυφλό με το απλό άγγιγμά του. Το έτος 633 μ.Χ. ο Άγιος προήδρευσε και της Συνόδου του Τολέδο.
Ο Άγιος Ισίδωρος υπήρξε έξοχος διδάσκαλος της Εκκλησίας και κόσμημα αυτής. Λίγοι δύνανται να παραβληθούν με τον Άγιο ως προς την πολυμάθεια και τη γνώση.
Η εκκλησιαστική τάξη βρήκε στο πρόσωπο του Αγίου Ισιδώρου τον μεγάλο διαμορφωτή. Πίστευε ότι οι ιερές τελετές και οι Ακολουθίες πρέπει να αντικατοπτρίζουν όσο πιο πολύ γίνεται την μεγαλοπρέπεια της ουράνιας ιεραρχίας.
Θεωρείται ο θεμελιωτής του λειτουργικού τυπικού που επιζεί μέχρι σήμερα, την μοζαραβικής λειτουργίας. Πλήθη συνέρρεαν στη Σεβίλλη για να ακούσουν τον λόγο του. Λεγόταν ότι η σοφία του υπερέβαινε τη σοφία και αυτού του βασιλέως Σολομώντος.
Τα θεία κηρύγματά του συνοδεύονταν συχνά από θαύματα που πιστοποιούσαν του λόγου το αληθές.
Ο μοναχικός βίος βρήκε στο πρόσωπο του Αγίου Ισιδώρου τον θερμό υποστηρικτή και βοηθό του. Ίδρυσε και οργάνωσε πολλά μοναστήρια και έχτισε θεολογική σχολή για την μόρφωση των κληρικών, στην οποία σχολή και ο ίδιος συχνά δίδασκε.
Η εκπαίδευση και όχι μόνο η εκκλησιαστική, αποτέλεσε μέλημα και φροντίδα του καλού ποιμένα.
Καμία πτυχή της γνώσεως δεν του ήταν αδιάφορη ή ξένη, γι αυτό και δίδαξε και έγραψε εντυπωσιακά κείμενα όλων των τότε γνωστών επιστημών, όπως το έργο «Ετυμολογίες ή περί της αρχής των πραγμάτων».
Ο Άγιος Ισίδωρος, όταν ήταν πλέον πλήρης ημερών και έργων ευσεβείας, ασθένησε. Αισθάνθηκε ότι η πορεία του εδώ στη γη έφθασε στο τέλος της. μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και προετοίμασε την έξοδό του με προσευχή και μετάνοια.
Προφήτεψε ακόμη την θλιβερή ιστορική πορεία της Ισπανικής Εκκλησίας και τα δεινά που την περίμεναν.
Τέσσερις ημέρες πριν από την κοίμησή του ζήτησε να τον μεταφέρουν στο κέντρο του καθεδρικού ναού και να τον τοποθετήσουν, ενδεδυμένο με ένα απλό στιχάριο, επάνω σε στάχτη. Τότε προσευχήθηκε στον Θεό και Τον παρακάλεσε να τον συγχωρέσει.
Ο Άγιος Ισίδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 636 μ.Χ. Το ιερό λείψανό του εναποτέθηκε μεταξύ των λειψάνων του Αγίου Λεάνδρου και της αδελφής του Φλωρεντίνης στον μητροπολιτικό ναό της Σεβίλλης.
Αργότερα μετά το σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας από τον κορμό της Μίας, Αγίας και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, το τίμιο σκήνωμά του Αγίου Ισιδώρου μεταφέρθηκε στην πόλη Λεόν.