Ὁ ἐγωισμός εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ταπείνωσης. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κυριευμένος ἀπό αὐτόν δέν θέλει νά βγεῖ ἀπό τό θέλημα του, δέν δέχεται ἐντολές, δέν δέχεται ὑποδείξεις, δέν κάνει ὑπακοή.
«Αὐτοί οἱ καταθλιπτικοί», δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «καί ὅλοι αὐτοί πού ἔχουνε ἀντιδραστικά μέσα τους καί βασανίζονται τό βλέπουνε ὅτι, ὅταν τοῦ πεῖς κάτι γιά νά κόψει τό θέλημά του, ἐκεῖ πέρα σέ βουτάει, ἀντιδρᾶ, κατάλαβες;»[1].
Αὐτοί πού ἔχουν κατάθλιψη καί ἀντίδραση ἔχουν ἐγωισμό καί σοῦ ἐπιτίθενται, ὅταν τούς «κόβεις» τό θέλημα. Ὅποιος δέν κόβει διά τῆς ὑπακοῆς τό θέλημά του, ἀλλά κάνει ὅ,τι θέλει, αὐτός ζεῖ μέσα στό κακό πνεῦμα καί βασανίζεται. Ἔλεγε ὁ Γέροντας σ’ ἕναν τέτοιον «θεληματάρη» ὑποτακτικό-ἀνυπότακτο, πού ἔπασχε καί ἀπό κατάθλιψη:
«Κάνεις… ὅ,τι θέλεις, καί ἔτσι ἰσχυροποιήθηκε τό θέλημά σου καί ζεῖς μέσα στό κακό πνεύμα καί βασανίζεσαι»[2]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τό θέλημά του, μπαίνει στήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ καί βασανίζεται. Ἡ ὑπακοή λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἐπάνω του.
Ὁ καταθλιπτικός ἔχει ἐγωισμό, πού φαίνεται ἀπό τό ἰσχυρό θέλημα πού ἔχει. Ὁ ταπεινός (θεραπευμένος) δέν ἔχει δικό του θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσπαθεῖ πάντα νά ἐφαρμόζει. Ποτέ δέν στενοχωριέται καί δέν καταθλίβεται, γιατί ἔχει ὑπακοή, πού εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση.
Διηγεῖτο ὁ σοφός π. Πορφύριος σέ πνευματικό του παιδί: «Ὅταν ἀκόμη ἤμουν μοναχός καί εἶχα σχεδόν τήν ἡλικία σου, πληροφορήθηκα ὅτι σέ ἕνα κελί ζοῦσε ἕνας παράξενος γέροντας.
Ὅποιος ὑποτακτικός πήγαινε νά τόν ὑπηρετήσει δέν ἄντεχε τήν γκρίνια του καί τήν ἰδιοτροπία του καί μέσα σέ 2-3 μέρες τόν ἐγκατέλειπε καί ἔφευγε. Αὐτό συνέβαινε γιά πολύ καιρό.
Στό τέλος δέν ἐδέχετο κανείς νά πάει νά τόν ὑπηρετήσει. Τότε ἀποφάσισα νά πάω ἐγώ. Ἔκανα τήν πρόθεσή μου γνωστή στούς ἄλλους μοναχούς καί ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά μέ ἐμποδίσουν.
“Μήν τολμήσεις”, μοῦ εἶπαν, “γιατί θά ἀποτύχεις καί θά ἀπογοητευτεῖς, καί εἶσαι πολύ νέος καί δέν κάνει νά ἀρχίσεις τήν μοναχική σου ζωή μέ μία τόση κακή ἐμπειρία. Ἐδῶ προσπάθησαν τόσοι καί τόσοι μοναχοί μέ ὑπομονή πρωτόγνωρη καί καλοσύνη πρωτοφανῆ καί ἀπέτυχαν, καί θά κατορθώσεις ἐσύ νά συνεργαστεῖς μέ τόν γεροπαράξενο;
Μήν προσπαθεῖς. Ἄδικα θά ὑποβληθεῖς σέ μία ταλαιπωρία, πού δέν θά διαφέρει σέ τίποτα ἀπό τίς δικές μας, ἀφοῦ τό ἀποτέλεσμά της θά εἶναι ἀρνητικό”. Μάταια ὅμως προσπάθησαν νά μέ πείσουν.
“Ἐγώ”, τούς εἶπα, “θά πάω καί ἄς ἀποτύχω”.
Πράγματι! Χωρίς νά χάσω καιρό, ξεκίνησα γιά τό κελλί πού ἔμενε ὁ Γέροντας. Χτύπησα τήν πόρτα καί μοῦ εἶπε νά περάσω. Τόν καλημέρισα καί συγχρόνως ὑποκλίνομαι. Τήν εὐχή σᾶς Γέροντα.
– Τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ;
– Νά, ἔμαθα ὅτι εἶσαι μόνος σου καί ἀνήμπορος καί ἦλθα νά σέ ὑπηρετήσω..
– Νά πᾶς ἀπό ἐκεῖ πού ἦρθες! Φύγε γρήγορα.
– Λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔδειξε τό παράθυρο. Νά φύγω δηλαδή ἀπό τό παράθυρο καί ὄχι ἀπό τήν πόρτα! Καί ἐγώ, ὅπως πάντα, ἔκανα ἄκρα ὑπακοή! Βγῆκα ἀπό τό παράθυρο! Αὐτό θά πεῖ ὑπακοή!» [3].
Ἡ ὑπακοή εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑπακοή ἑλκύουν τήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπαλάσσει ἀπ’ ὅλα τά πάθη καί τήν κατάθλιψη. Ἐπισημαίνει τό ἴδιο πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Γεγονός εἶναι ὅτι ὁ παππούλης ἐπέμενε πολύ στό θέμα τῆς ὑπακοῆς. Καί τήν θεωροῦσε καθῆκον καί ὑποχρέωση συνάμα κάθε πνευματικοῦ παιδιοῦ.
Ὁ ἴδιος, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος τῆς σημασίας πού εἶχε γιά ἐκεῖνον ἡ ὑπακοή, ἀναφέρει στήν Ἐπιστολή-Διαθήκη του, πού ἄφησε σέ ὅλους ἐμᾶς, τά ἑξῆς:
“…ἔφυγα ἀπό τούς γονεῖς μου κρυφά καί ἦλθα στά Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ὑποτάχτηκα σέ δύο γεροντάδες αὐταδέλφους, Παντελεήμονα καί Ἰωαννίκιο. Μοῦ ἔτυχε νά εἶναι πολύ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι, καί τούς ἀγάπησα πάρα πολύ καί γι’ αὐτό, μέ τήν εὐχή τους τούς ἔκανα ἄ κ ρ α ὑ π α κ ο ή.
Αὐτό μέ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καί μεγάλη ἀγάπη καί πρός τόν Θεό καί πέρασα καί πάρα πολύ καλά”»[4].
[1] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 17.
[2] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 17.
[3] Ἀνάργυρου Ι. Καλιάτσου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ Ἰαματικός,
Ἑπτάλοφος 1996.
[4] Ἀνάργυρου Ι. Καλιάτσου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ Ἰαματικός, Ἑπτάλοφος 1996.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης