H επιστολή αυτή έχει γραφεί από Έλληνα ευρισκόμενον εις το εξωτερικόν προς τον Μοναχόν Θεοδόσιον Αγιοπαυλίτην, συγγραφέα του βιβλίου «Ο Πνευματι­σμός το βδέλυγμα της ερημώσεως», διότι δι’ αυτού ευρήκεν τον εαυτόν του και ελευθερώθη εκ των ονύχων του Διαβόλου.

Πάτερ Θεοδόσιε,

Διαβάζοντας το βιβλίο σας, «Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟ ΒΔΕΛΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΩΣΕΩΣ», ένιωσα μεγάλη ανάγκη να σας γράψω, για να σας ευχαριστήσω μέσω του γράμματος μου, αλλά και να εξομολογηθώ ο ανάξιος εν περιλήψει διά την μεγάλην πλάνην που έπεσα.

Σας παρακαλώ συγχωρήσατε με που σας απασχολώ και σας κουράζω γράφοντας τα μεγάλα αμαρτήματα μου.

Πριν δέκα χρόνια περίπου, Πάτερ, Θεοδόσιε, γνώρι­σα στη Θεσσαλονίκη έναν ηλικιωμένον άνδρα που απα­σχολούνταν με την υδρομαντεία. Κουβαλούσε δηλαδή μία τσάντα και είχε μέσα «τα σύνεργα του».

Θέλησα και εγώ να μάθω τον τρόπον αυτόν της επικοινωνίας με τα πνεύματα και παρ’ όλα τα παρακάλια μου δεν με εδίδαξε τίποτα. Πάντα όμως είχα τη σκέψι μου σ’ αυτόν τον τρό­πον επικοινωνίας, οπότε ένα βράδυ στον ύπνο μου ήρθε κάποιος και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι μου λέγοντας ό­τι είναι ο «Άγιος Γεώργιος» και από εδώ και στο εξής θα με οδηγή και θα με προστατεύη. Καταλαβαίνετε τη χαρά μου!

Αμέσως το πρωί φώναξα την αδελφήν μου, 33 ετών τότε παντρεμένη, επτά χρόνια μικρότερος της εγώ. Εκείνος ο γέρος είχε βάλει αρκετές φορές την αδελφή μου κι’ έβλεπε μέσα σε μια πήλινη κούπα με νερό.

Της είπα ότι έχω έτοιμη την κούπα, το μαχαιράκι το μαυρομάνικο, και ότι μπορώ να την βάλω να κυτάξη, γέλασε και μου είπε ότι εάν δεν είναι ο μπάρμπα Βασίλης να διάβαση δεν μπορεί να δη τίποτα, γιατί κι’ αυτή επεχεί­ρησε μόνη της.

Της είπα όμως τί συνέβη εις τον ύπνο μου και κάθησε συγκεντρωμένη στη κούπα. Και σε δύο τρία λεπτά της ώρας άρχισε να βλέπη μια άγνωστη για μας εκκλησία, στο τέρμα της Ακροπόλεως, ονομαζόμε­νη του Οσίου Δαυΐδ, και πιο επάνω έχει μια πέτρα που βγαίνει Αγίασμα, και είναι της Τιμίας Ζώνης της Πανα­γίας μας.

Εκεί θα πάμε να προσευχηθούμε, να πλυθούμε με το Αγίασμα, να πάρουμε και μαζί μας, και εν συνε­χεία θα έχουμε επικοινωνία πνευμάτων, όπως πράγματι και ενεργήσαμε σύμφωνα με τις οδηγίες του πνεύματος.

Έτσι από τότε άρχισαν οι οδηγίες απαντήσεις στα διά­φορα και ποικίλα ερωτήματα μας. Και σιγά – σιγά με το καιρό προχωρήσαμε στην «επιστήμη» αυτή του Σατανά για να ‘ρθουμε σ’ επαφή με τον τότε πρόεδρο της Εται­ρείας Ψυχικών Ερευνών Νικόλαον Φυρίχον η Μπαρμπέτα.

Εκείνος μας έλυσε διάφορες απορίες επάνω στην επικοινωνία που είχαμε και συγκεκριμένα με δασκάλεψε πώς να πάρω την εξουσία των τεσσάρων Αρχαγγέλων (Μιχαήλ – Γαβριήλ – Ραφαήλ – Ουριήλ).

Νήστεψα δεν θυμάμαι πόσες ακριβώς ήμερες και κάθε ήμερα διάβαζα μερικούς ψαλμούς του Προφήτου Δαυΐδ. Μετά κάναμε την επικοινωνία με την αδελφή μου. Κι’ αυτή έβλεπε τους τέσσερις Αρχαγγέλους να με σταυρώνουν και να μου δίνουν εξουσία να υποτάσσω τα πονηρά πνεύματα, να θεραπεύω τρελλούς, μαγεμένους και αρρώστους.

Επίσης ο Πρόεδρος μας έδωσε άδεια προς εργασίαν. Έτσι ποιά τώρα είμασταν επαγγελματίες, κι’ ο κόσμος κάθε ήμερα ερχόταν και πιο πολύς.

Επειδή θα χρειάζονταν πολλές κόλλες να σας γρά­ψω λεπτομέρειες, σας γράφω πολύ λίγα απ’ την επικοι­νωνία που είχα. Δεν ήθελα να προβαίνω στη λευκή μα­γεία όπως την λένε συνήθως οι πνευματισταί.

Έτσι ο μόνιμος οδηγός μας ο υποτιθέμενος «αρχάγγελος Γαβριήλ» σε μια διδασκαλία του μας είπε ότι ο Ευάγγελος (εγώ) είναι γεννημένος μόνον διά καλό. Εσύ δούλη Κυ­ριακή (αδελφή μου) μπορείς στο άλλο δωματιάκι να δί­νης διάφορα χόρτα-νερά κλπ. στους ανθρώπους.

Όταν μερικές υποθέσεις που αναλαμβάναμε (άρρω­στους – χωρισμένα ανδρόγυνα να σμίξουν κλπ.) δεν φέρνανε κανένα αποτέλεσμα, και ρωτούσα γιατί, εφόσον μας οδηγήσατε ότι θα έχουμε επιτυχία;

H απάντησις ήτο, ότι λείπει η πίστις απ’ τους ανθρώπους. Όπως και διάφορες προφητείες δεν έβγαιναν και μερικές φορές κά­πως μπερδεμένα λόγια μας έλεγε, σύμφωνα με την αντίληψίν μου.

Άρχιζα ν’ αμφιβάλω για την «αγία» επικοι­νωνία μας. Γι’ αυτό συνέστησα στην αδελφή μου, να προσευχώμαστε περισσότερο, και να επιτελούμε όσο το δυνατόν πιο σωστά τα Χριστιανικά μας καθήκοντα.

Άρχιζα να κάνω πολλές ερωτήσεις και να επιμένω όπως γιατί παίρνουμε χρήματα απ’ τους πάσχοντας, ο Κύριος δεν είπε το δωρεάν ελάβατε δωρεάν δότε; Και πολλές άλλες, αλλά είναι ψεύτης και πολυμήχανος ο Διάβολος, εύρισκε πάντα κατάλληλες δικαιολογίες.

Δυ­στυχώς όμως την αδελφή μου δεν τη στενοχωρούσε και πολύ αυτό, ήτο ευχαριστημένη που κέρδιζε χρήματα, και η ζωή της γινόταν κάθε ήμερα καλύτερη. Έτσι συ­νεννοήθηκε με τον άντρα της, κρυφά από μένα, να με διώξουν και να δουλεύουν μαζί.

Έτσι θα μπορούν να παίρνουν πολλά χρήματα απ’ τους ανθρώπους και θα εί­ναι όλα δικά τους. Μόνον θα έπρεπε να μάθουν να κά­νουν την επίκλησι, γι’ αυτό με ρώτησε μία ημέρα, κι’ ε­γώ την ωδήγησα, χωρίς να σκεφθώ τίποτε το κακό. H ε­νέργεια τους με στενοχώρησε και περισσότερο γιατί με­γάλωσαν οι αμφιβολίες μου για την γνησιότητα της «α­γίας επικοινωνίας».

Πέρασε αρκετός καιρός και πάντα έψαχνα να βρω τον κατάλληλο άνθρωπο «να βλέπη». Έτσι βρήκα μία γυναίκα παντρεμένη, αλλά χωρισμένη, μ’ ένα μικρό κο­ριτσάκι. Καθώς ήτο ταλαιπωρημένη δέχτηκε να συνεργασθή μαζί μου.

Άρχισε η εκπαίδευσις που ήταν καθη­μερινώς προσευχές, παρακλήσεις, πλύσιμο με αγίασμα στις διάφορες Εκκλησίες που βγαίνει αγίασμα κλπ. Έτσι η ονομαζόμενη Χριστίνα άρχισε να βλέπη καθαρά, και πολλές φορές μ’ ανοιχτά μάτια.

Οδηγός μας πάλι ο «Άρχων Μιχαήλ».

Τώρα όμως είχα περισσότερη πείρα και εκτός αυτού προσευχόμουν και μελετούσα περισσότερο από κάθε άλ­λη φορά την Αγία Γραφή. Αλλά κι’ εδώ ο Σατανάς έγι­νε ισχυρότερος και πολυμήχανος από κάθε άλλη φορά.

Καταπληκτικές ομιλίες, μεγάλες θεραπείες μ’ έκαμαν να πιστεύω ότι αυτή τη φορά, έχω πράγματι «αγία επικοι­νωνία». Αλλά σαν ψεύτης που είναι ο Διάβολος και λανθασμένος έπεφτε σε αντιφάσεις στις πολλές ερωτή­σεις μου.

Έτσι προσπάθησε να με κολακεύη μέχρις εκεί που σταματά το ανθρώπινο μυαλό. Άρχισε να με οδηγή μέσον της κοπέλας και να με ανεβάζη εγωιστικά ψηλά, ότι φορούμε την ίδια στολή (τη χρυσή Ρωμαϊκή στολή του Ρωμαίου στρατιώτου) αλλά μπροστά υπάρχει ο Σταυρός.

Δεν έφθανε ως εδώ. Προχώρησε πήρε το σχή­μα της Παναγίας μας, μας μίλησε, μας έδιξε τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Κωνσταντινούπολη την Αγίαν Σοφίαν, και ότι πολύ σύντομα θα γίνουν πάλιν Ελληνι­κά.

Πλησίαζε η εορτή μου 25η Μαρτίου, ο Ευαγγελι­σμός της Θεοτόκου, και μου υπεσχέθη ο ψευτοαρχάγγελος Μιχαήλ ότι μετά την Εκκλησία να περιμένουμε να μου φέρη το δώρο του προς εμέ τον εορτάζοντα.

Μεγά­λη αγωνία, τί δώρο θα είναι από έναν αρχάγγελο. Αφού χωρίσαμε από την Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, κά­ναμε τα καθήκοντα μας (θυμιάτισα, ράντισα με αγίασμα το χώρο της επικοινωνίας, έκανα την επίκληση όπως πά­ντα και η Χριστίνα βλέπει μ’ ανοικτά τα μάτια τον ψευτοαρχάγγελο να της δίδη ένα λουλούδι «κρίνο» κι’ αυτή να το δίδη προς εμένα λέγοντας να προσέξω μην το τσα­λακώσω.

Βέβαια προηγήθηκε ο χαιρετισμός και η ευλο­γία κι’ ότι τον κρίνο τον φέρνει απ’ το όρος Σινά. Και μια οδηγία: Να προσέχω στη ζωή μου, τις πράξεις, γιατί κάθε παράπτωμα και αμάρτημα μου θα είναι σαν να πα­τώ αυτόν τον «κρίνο». Φυσικά δεν είδα ποτέ κανένα κρί­νο, μόνον η Χριστίνα τον έβλεπε πάντα δίπλα στα εικο­νίσματα, το σπίτι δε, μύριζε τρεις ήμερες.

Προχωρούμε, μας ετοιμάζει για μια έκπληξι. Μία ή­μερα η Χριστίνα βλέπει τον «Ιησού Χριστό» να μας ευλογή, να αγκαλιάζη εμέ και να μας ασπάζεται, και να μου λέη: «αδελφέ μου βρίσκομαι κοντά σου, για να σε ανεβάσω τα 40 σκαλοπάτια του φωτός και της αλήθειας, κι’ από εδώ και εις το εξής θα έρχωμαι κάθε Τετάρτη στις 4 μ.μ. να σε οδηγώ και να σε ανεβάζω τα σκαλοπά­τια.

Σου δίδω κάτι από τον εαυτόν μου, σε δίδω τα χέρια μου, να θεραπεύης τους ασθενείς». Πραγματικά τα χέρια μου θεράπευαν, κι’ εκτός αυτού στη μέση της παλάμης δημιουργήθηκαν δύο μαύρες βούλες, κι’ όταν κάποτε ρώτησα τον ψευτοαρχάγγελο, μου είπε ότι είναι απ’ τα καρφιά που σταυρώθηκε ο Κύριος.

Επίσης μου είπε ότι: «Εγώ θα σε οδηγώ σωστά γιατί έχω γνωρίσει αυτόν τον κόσμο, τον έζησα με τη ζωή μου όταν ήρθα, ενώ ο «άρ­χων Μιχαήλ» δεν έζησε με σάρκα για να γνωρίση καλά τους ανθρώπους.

Είσαι ο μικρότερος αδελφός μου, βγή­καμε από την ίδια μητέρα, μόνον που εγώ που έχω πατέ­ρα τον Θεό, όταν δε δίδασκα τον κόσμο έτρεχες εις την αγκαλιά μου κ.λπ.

Τότε βλέπει η Χριστίνα τον ψευτοαρχάγγελο να με υ­ποκλίνεται. Οι διδασκαλίες του είναι γεμάτες αγάπη, ει­ρήνη κι’ αφοσίωσι στο Θεό. Τώρα ο «ψευτοχριστός» μας ανεβάζει στα ουράνια, μας δείχνη τον παράδεισο, τον ί­διο το Θεό, διδασκαλίες πώς λειτουργούν οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Άγιοι κλπ.

Μας δείχνει και την κόλαση και ο,τι μπορεί να φαντασθή το φτωχό μας μυαλό.

Ακόμη προλέγει τον θάνατον του πατέρα μου 6-7 μήνες νωρίτερα, όχι όμως καθωρισμένη ημερομηνία.

Αλλά κι’ αύτη τη φορά σταματώ την επικοινωνία, γιατί μια ημέρα που έβαλα την Χριστίνα να δη, βλέπει σκοτά­δι και ακούει μια φωνή να της λέγη «σου παίρνομε το φως και το δίδομε πάλι τον αδελφού σου, γιατί τον κρί­νο που σου δώσαμε και σένα, τον τσαλαπάτησες, τον έ­καμες κομμάτια».

Τότε ρώτησα την Χριστίνα να μου πη τι έκανε. Και μετά είπε στη μητέρα μου ότι διέπραξε μοιχεία.

Έτσι, άρχισα πάλιν να ψάχνω να βρω άνθρωπο «να βλέπη», κι’ αυτή τη φορά όσους εύρισκα μόλις τους εκ­παίδευα, μετά από πολύ κόπο έφευγαν, όπως μια γυναίκα νεοπαντρεμένη που γνωριζόμουν φιλικώς με τον άντρα της.

Μόλις την εκπαίδευσα κι’ άρχιζε σιγά – σιγά να βλέπη και να έχω την επικοινωνία, άρχιζε να λέγη ότι με αγαπά, και ότι καθημερινώς η αγάπη της μεγαλώνει για μένα, ώσπου αναγκάστηκα να σταματήσω και πάλι την επικοινωνία.

Όταν έφθασα στο τέλος να εκπαιδεύ­σω την ανεψιά μου (παντρεμένη 23 ετών). Αυτή τη φορά παρουσιάζεται ο Σατανάς με το όνομα του Αγίου Νικο­λάου. Κι’ εδώ οι διδασκαλίες συνεχίζονταν, όπως πάντα, με λόγια αγάπης και σωτηρίας.

Είχα όμως πάντα στη ζωή μου αναποδιές, δεν μπο­ρούσα να στερεώσω κάτι στη δουλειά μου, να κάμω καμμία προκοπή, όπως επίσης είχα και πολλές ανησυχίες τα βράδυα στον ύπνο μου, φωνές, άσχημα όνειρα, μέχρι που μου τραβούσαν το σεντόνι.

Επίσης ένιωθα πολλές φορές να σταματά η αναπνοή μου και να με πλακώνη έ­να βάρος όπου με δυσκολία σταυρωνώμουν είς το όνομα του Κυρίου και ξαλάφρωνα, ενώ συγχρόνως έφευγε σαν ένα μελίσσι από κοντά μου.

Επίσης είχα πάντα μία φο­βία μέσα μου, και πολλές φορές οργιζόμουν και όταν συνηρχόμην έκλαιγα για το κατάντημα μου, γιατί κάπου θα παραφερόμουν, κάποιον θα στεναχωρούσα.

Τώρα τελευταία, στις γιορτές που εκκλησιαζόμουν (τρία χρόνια περίπου στην Εκκλησία του Αγίου Θερά­ποντος Κ. Τούμπας) παρακαλούσα συνεχώς τον Κύριο να μου φανέρωση την αλήθεια και να γλυτώσω από τυ­χόν πλάνη.

Και πράγματι, ο Κύριος μας, ο Σωτήρας μας, άκουσε τις παρακλήσεις μου και μια ήμερα που πήγαινα στη δου­λειά μου (συντηρητής ασανσέρ) στην οδό Δημ. Γούναρη 1, βρήκα τον θυρωρό και αρχίσαμε τη συζήτησι.

Τα λό­για του με μαγνήτιζαν! έτσι υπέδειξα τους βοηθούς μου τί πρέπει να κάνουν και συνέχισα με τον αδελφό Γεώργιο τη συζήτησι.

Απλός, καταδεκτικός άνθρωπος, γύρω στα 53 χρόνια, συνεχώς έβγαζε λόγια του Χρίστου μας απ’ το στόμα του και στο τέλος μου λέει: «πάρε αυτήν την εικονίτσα της Παναγίας μας και μην αναβάλλεις, άρχισε από αυτήν την στιγμή, γίνε στρατιώτης του Κυρίου».

Τότε του είπα ότι κι’ εγώ κηρύττω σε κάθε άνθρωπο το λόγο του Χριστού μας, θεραπεύω άρρωστους και έχω αγία επικοινωνία, μιλώ με τους Αγίους.

Αυτός μου έκλεισε το στόμα λέγοντας μου. «Πλα­νάσαι αδελφέ μου, είσαι θύμα Διαβόλου, έπεσες στη πα­γίδα του». Και αμέσως έτρεξε και μ’ έφερε το βιβλίο Α­γιορείτικες μορφές «Σάββας ο πνευματικός», του αρχιμ. Χερουβείμ και μου έδειξε στη σελ. 87 «Ο άγγελος που δεν ήταν άγγελος, αλλά Διάβολος».

Το απόγευμα αμέσως κάλεσα την ανηψιά μου, ετοί­μασα το χώρο της προσευχής μας και επικοινωνίας και την έβαλα να δη μισοϋπνωτισμένη όπως πάντα. Σας γρά­φω και λόγια της επικλήσεως:

«Εν ονόματι του Θεού του ζώντος, επίκλησι ποιού­μαι προς τον οδηγό μας Άγιον Νικόλαον».

Κι’ αμέσως δέχτηκα την καλησπέρα και την ευλογία του. «Είμαι και πάλι κοντά σου, δούλε του Θεού Ευάγγελε, σε τί θέλεις να σε οδηγήσω;»

Και ερωτώ «είσθε ο Άγιος Νικόλαος;»

«Ναι, δούλε του Θεού Ευάγγελε, όπως πάντα τώρα τον τελευταίο καιρό».

«Τότε σας παρακαλώ να μου πήτε τι σκέφτομαι αυ­τήν τη στιγμή;»

Απάντησις. «Τί ερώτησι είναι αυτή, γιατί είσαι τα­ραγμένος;»

Ερώτησις. «Σας παρακαλώ απαντήσατε μου στην ερώτησίν μου».

Απάντησις. «Ώστε κλονίστηκε η πίστις σου, κρί­μα».

Ερώτησις. «Συνεχίζω να επιμένω». Και τότε μου λέ­γει ότι σκέφτεσαι το Χριστό μας, την Εκκλησία, πώς να πλησίασης περισσότερο τον Κύριο.

Σωστά του απαντώ αυτά σκέπτομαι κάθε ήμερα, άλ­λα αυτή τη στιγμή τί σκέπτομαι;

Απάντησις: «Δούλε του Θεού Ευάγγελε, δοκιμάζεις τον Άγιον Νικόλαο που έχει λάβει εντολή απ’ τον Κύ­ριο να σε προστατεύη και να σε οδηγή;»

Απάντησις. «Τον Άγιο Νικόλαο τον σέβομαι και τον προσκυνώ όπως και όλους τους αγίους του Ιησού Χριστού μας, αλλά εσένα σ’ εξορκίζω εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να παρουσιασθής με την πραγματική σου μορφή». Κι’ αμέσως η ανεψιά μου ταράζεται και με παρακαλεί να διώξω αυτό το τέρας από κοντά της.

Μετά γονάτισα και ευχαρίστησα τον Κύριο μας και Θεό μας, και τον ευχαριστώ και ζητώ συγχώρησι κάθε ήμερα, που μ’ ηξίωσαν να φύγω απ’ τη μεγάλη πλάνη του Σατανά. Παρακαλώ να έχη καλά τον αδελφό Γεώρ­γιο, που βρέθηκε στο δρόμο μου. Τώρα βρίσκομαι στη Γερμανία, έχω από την 1ην Μαΐου του 1974.

H πόλη που μένω βρίσκεται 20 χιλ. έξω της μεγαλοπόλεως Στουτκάρδης. Εδώ κοντά μας έχουμε Εκκλησία Ελληνι­κή Ορθόδοξη και κάθε Κυριακή και γιορτή γίνεται η Θεία Λειτουργία. Απ’ την επιτροπή της Εκκλησίας α­γόρασα το ιερό βιβλίο σας.

Με ωφέλησε πολύ, μου έδω­σε δύναμι και θάρρος. Εύχομαι πάντα ο Κύριος να σας φωτίζη και να σας προστατεύη, για να σώζετε ψυχές. Ζητώ να εξομολογηθώ, αλλά περιμένω πρώτα την απάντησίν σας, κι’ αν γνωρίζετε εδώ στη Γερμανία Έλληνα πνευματικό.

Και κάτι άλλο. Το γράμμα σας το άρχισα στις 29 Μαΐου και με πολύ αγώνα το τελειώνω σήμερα 10 Ιου­λίου. Κάθε φορά που κάθομαι να σας γράψω σταματά το μυαλό μου, ζαλίζομαι, μου φέρνει ο Σατανάς συνεχώς ε­μπόδια. Όσο όμως κι’ αν με βάζη άσχημες ιδέες, κι’ α­πογοητεύσεις, κρατούν λίγα λεπτά, και μετά βρίσκω τον εαυτόν μου.

Προσεύχομαι και παρακαλώ τον Ιησούν Χριστόν μας να με συγχώρηση και να μου δώση τη δύ­ναμι και το θάρρος να προχωρήσω. Και το πιστεύω ότι θα βγω από το βούρκο της αμαρτίας και θα προχωρήσω με βήμα σταθερό κοντά του.

Το κακό είναι ότι δεν έχω ανθρώπους να με συμπαρασταθούν, παλεύω μόνος μου προσευχόμενος και διαβάζοντας την Αγία Γραφή, κα­θώς και ότι άλλο ιερό βιβλίο μπορώ και παίρνω.

Αχ Θεέ μου τί μεγάλη χαρά θα ήταν να βρισκόμουν έστω για λίγες ώρες κοντά σας.

Πάτερ Θεοδόσιε, τελειώνοντας εύχομαι εγώ ο αμαρ­τωλός, ο ανάξιος, ο τιποτένιος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να συνεχίζη να σας δίδη τη δύναμι και τη φώτισι, να γκρεμίζετε τις σιδερένιες φυλακές του Σατανά και να ελευθερώνετε όσο το δυνατόν περισσότερες ψυχές.

Ε­δώ στη ξενιτειά θα περιμένω το φάρμακο σας για να κλείσουν οι πληγές μου. Γιατί σ’ αυτά τα χρόνια ο Σατανάς μ’ άνοιξε πολλές πληγές στη ψυχή μου. Πολλά σφάλματα, πολλές μεγάλες αμαρτίες, σιχαίνομαι τον ε­αυτόν μου. Δεν θέλω να σώσω μόνον τον εαυτόν μου, αλ­λά υπάρχουν τόσες άρρωστες ψυχές αδελφών εδώ στη ξενιτειά.

Σας φιλώ το χέρι με σεβασμό ο ανάξιος Ευάγγελος Ι. Γκουγκούσης 11-7- 1974

Τα περιστατικά αυτά, αγαπητοί αναγνώσται, που συ­νέβησαν στον αγαπητόν Ευάγγελον είναι τόσον αποκα­λυπτικά και πρέπει να προβληματίσουν, όλους και όλες πού «φωτίζονται», πού «οδηγούνται», πού «γράφουν», με οδηγόν την Παναγίαν, τους Αγίους, τούς Αγγέλους.

Διότι υπάρχει εκδοχή 99% να οδηγούνται μεθοδικότατα υπό του Διαβόλου. Εμείς αυτό μπορούμε να κάμουμε, να τους κτυπήσωμεν τον κώδωνα του κινδύνου της απω­λείας των, εις αυτούς όμως εναπόκειται να το δεχθουν.

Όσιος Φιλόθεος της Πάρου
Τεύχος 29 Μάιος-Αύγουστος 2010
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ