Στους χρόνους τη βασιλείας του Ιουστινιανού, γενικός διοικητής των εδαφών της Αυτοκρατορίας στη βόρεια Αφρική, ήταν ο Πατρίκιος Πέτρος ο Τελώνης. άνθρωπος με πολλές ικανότητες, αλλά τυφλωμένος από το πάθος της φιλαργυρίας τόσο πολύ ώστε ο κόσμος έλεγε ότι : “από τη τσιγκουνιά του ούτε τις αμαρτίες του δεν δίνει”.

Γι΄ αυτό και τον αποκαλούσαν ως “Πατρίκιος ο τσιγκούνης”.

Δεν τον συγκινούσε καμία ανθρώπινη δυστυχία, το κλάμα του ορφανού, η φτώχεια και η πείνα τον άφηναν ασυγκίνητο σαν πέτρα. Κι όμως γνώριζε το νόμο του Θεού, αλλά ήθελε να κάμει πολλά χρήματα, γι΄ αυτό κρατούσε κλειστή τη θύρα της ψυχής του, κι έτσι ο σπόρος του Θεού έπεφτε σε πετρώδες έδαφος.

Μια εποχή, για οικογενειακούς λόγους επέστρεψε – από την Αφρική – στη. Βασιλεύουσα. Μια χειμωνιάτικη παγερή ημέρα, βγήκε από το σπίτι του κρατώντας δύο ωμά ψωμιά, τα οποία τα πήγε στον φούρνο για να τα ψήσει.

Παρέμεινε δε εκεί ώσπου να ψηθούν, μήπως και ο φούρναρης του αφαιρέσει κάποιο κομμάτι από τα ψωμιά.

Γυρνώντας στο σπίτι του με τα ζεστά ψωμιά, συνάντησε έναν ξυπόλυτο πτωχό, ο οποίος του ζήτησε απεγνωσμένα ελεημοσύνη. Ο Πέτρος όχι μόνον δεν του έδωσε, αλλά τον εξύβρισε.

Η μυρωδιά όμως του ζεστού ψωμιού είχε αγκιστρώσει τον πεινασμένο πτωχό, ο οποίος τον ακολουθούσε από πίσω και με κλάματα του ζητούσε ένα κομμάτι ψωμί.

Για να τον ξεφορτωθεί ο Πατρίκιος, τελικά, έκοψε ένα μικρό κομμάτι και του το πέταξε με θυμό. Ο πτωχός το έφαγε μονομιάς.

Δεν είχαν περάσει δυο μέρες, και ο Πέτρος ο Πατρίκιος, αρρώστησε βαριά. Μέσα στη παραζάλη του είδε σαν σε όραμα πως πέθανε και οι διάβολοι πήραν τη ψυχή του, ενώ οι άγγελοι έκλαιγαν διότι δεν είχαν τίποτα καλό να παρουσιάσουν από τη ζωή του, παρά μόνο εκείνο το κομμάτι ψωμί που έδωσε – όχι με τη ψυχή του – στον φτωχό πριν δυο ημέρες.

Η ζυγαριά έκλεινε να πάρουν οι διάβολοι τη ψυχή του. Τότε ξύπνησε.

Είχε δει με τα μάτια του τη κόλαση. Αμέσως, κάλεσε τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους μοίρασε τη περιουσία του. Ακόμη, ειδοποίησε το παλάτι ότι δεν θα επιστρέψει στην υπηρεσία του στην Αφρική, διότι τον περιμένει ο Χριστός.

Τα πολυτελή του ρούχα τα έδωσε σε έναν τυφλό πατέρα και το βράδυ είδε σε όραμα στον ύπνο του ότι τα φορούσε ο ίδιος ο Χριστός και τόσο ευχαριστήθηκε η ψυχή του ώστε την επομένη ημέρα, πήγε στην αγορά της Βασιλεύουσας, και ζητούσε να πωλήσει και τον ίδιο του τον εαυτό και τα χρήματα που θα πάρει να τα μοιράσει στους πτωχούς.

Ο Πέτρος ο Πατρίκιος, με τα θεάρεστα έργα έγινε πολίτης της βασιλείας του Θεού. Η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 20 Ιανουαρίου.

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ”, ετ. ΙΔ΄, 1949, αρ. 149-151, Ιανουάριος – Μάρτιος 1949, σ. 50 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ