Ήταν μια παρθένος πλούσια και ωραία, την οποία οι γονείς της – χωρίς να το επιθυμεί η ίδια – την πάντρεψαν με έναν ευγενή και πλούσιο νέο. Την ημέρα του γάμου, συγκεντρώθηκαν συγγενείς και φίλοι και τραγουδούσαν και χόρευαν κατά τη συνήθεια του κόσμου.
Η νύμφη, δεν θέλησε να χορέψει ούτε να τραγουδήσει, αλλά έστεκε σκυθρωπή, αφού έμελλε να χάσει την παρθενία της, η οποία είναι μεγάλη χάρη, και ωραιότητα και εγκαλλώπισμα της ψυχής.
Την ώρα του γλεντιού λοιπόν, στοχαζόταν τα ουράνια και γι΄ αυτά καταφλέγονταν η ψυχή της. Μπήκε στην καμάρα της και πέφτοντας γονατιστή στο πάτωνα, εδέετο στον Δεσπότη Χριστό, να την βοηθήσει να διαφυλάξει την παρθενία της.
Όταν νύχτωσε και έπεσε ο γαμπρός στο στρώμα, αυτή προφασίστηκε ότι είναι ασθενής, και απελπισθείς ο νυμφίος κοιμήθηκε. Τότε η νύμφη, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και έφυγε κρυφά από τη χώρα, μακριά σε ένα ονομαστό μοναστήρι.
Εκεί, έπεσε στα πόδια του προεστώτα και παρακάλεσε να γίνει καλόγερος.
Ο Ηγούμενος, βλέποντας τη ταπείνωσή της, την κράτησε, νομίζοντας πως είναι άνδρας, και στην μοναχική κουρά της έδωσε το όνομα Πελάγιος.
Απέναντι από το μοναστήρι αυτό, υπήρχε και μια γυναικεία μονή, της οποίας την φροντίδα και επιμέλεια είχε ο ίδιος Ηγούμενος, ο οποίος ήτο ενάρετος και σώφρων, και είχε τοποθετήσει έναν απαθή και άμεμπτο μοναχό – ως προς την σάρκα – να υπηρετείς τις μοναχές σε ό,τι χρειάζονταν.
Μετά το θάνατο του μοναχού που διακονούσε στη γυναικεία μονή, βλέποντας όλοι οι αδελφοί τον ενάρετο και θεάρεστο βίο του Πελάγιου, τον ψήφισαν διακονητή και φροντιστή της γυναικείας μονής.
Είχε τόση σοφία και αγιότητα, ώστε καθοδηγούσε στα πνευματικά τις μοναχές θαυμάσια και με πολύ σύνεση, και όλες δόξαζαν το Θεό που τους έστειλε έναν τόσο επιμελή και καλό οικονόμο.
Ο διάβολος όμως, μη υποφέροντας να βλέπει το αγαθό να προοδεύει, δημιούργησε σκάνδαλα και δυσφήμισε ψευδώς την αμόλυντη, ως εξής. Στη μονή ζούσε μια κόρη που υπηρετούσε τις μοναχές, και σκέπτονταν και η ίδια να μονάσει με τον καιρό.
Αυτήν πείραξε ο διάβολος και της έδωσε ισχυρό σαρκικό πειρασμό και πόλεμο, τον οποίο δεν μπόρεσε να υποφέρει, και έτσι έπεσε, πορνεύοντας με έναν νεώτερο. Έμεινε έγκυος και η μεγάλη αμαρτία της μαθεύτηκε από όλους.
Μεγάλη δοκιμασία ήλθε και για τα δύο μοναστήρια. Δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη ντροπή και παρά τις προσπάθειες που έκαμαν, η κόρη δεν ομολογούσε τον συνεργό της αμαρτίες.
Οι υποψίες όλων έπεσαν στον Πελάγιο. Έκαμαν μια ημέρα μεγάλη σύναξη και όλοι οι μοναχοί χωρίς να γνωρίζουν, κατέκριναν τον ανεύθυνο Πελάγιο ως υπεύθυνο και τον φυλάκισαν σε ένα σκοτεινό λάκκο του όρους, τοποθετώντας έναν άσπλαχνο και ανελεήμονα να τον φυλάγει και με εντολή να του δίδουν ως τροφή ολίγο νερό και ένα κομμάτι κριθαρόψωμο.
Εκεί λοιπόν, σε εκείνον τον ζοφερό και απαραμύθητο λάκκο, έμεινε ο Πελάγιος, στερημένος κάθε ανθρώπινης παραμυθίας. Μόνη του παρηγοριά ήταν η μαρτυρία της αγαθής συνείδησης, Ευχαριστούσε τον Κύριο αναμένοντας την μέλλουσα ανταπόδοση και ενθυμούμενη τα πάθη του Χριστού και τα διάφορα κολαστήρια των Αγίων.
Υπέμεινε φυλακισμένη όλη τη ζωή της χωρίς να φανερώσει την αδικία που της έγινε. Πριν κοιμηθεί, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε και της είπε : “Χαίρε νύμφη του αθανάτου Βασιλέως, τον οποίον ως πάνσοφος επροτίμησας, και εμίσησες πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Ελθέ λοιπόν να απολαύσεις τα αιώνια αγαθά και δόξαν αμάραντον, αντί της προσκαίρου δυσφημίας, και συκοφαντίας όπου αδίκως υπόφερες”.
Έχοντας πληροφορηθεί τα ανωτέρω η μακαρία, αγαλλίασε η ψυχή της και αφού ζήτησε ένα κομμάτι χαρτί και ένα καλαμάρι, έγραψε προς όλη την αδελφότητα την αληθινή ιστορία της – αποκαλύπτοντας ότι είναι γυναίκα – και παρακάλεσε να μην αγγίξει κανείς μοναχός το σώμα της, αλλά οι μοναχές της μονής να την ενταφιάσουν.
Μόλις τελείωσε την επιστολή της και την έστειλε στην μονή με τον φύλακα, εξήλθε η μακαρία ψυχή της εκ του σώματός της και απήλθε εις τις ουράνιες μονές.
Ο Ηγούμενος, μόλις διάβασε το γράμμα, πήγε στη φυλακή της μαζί με τους μοναχούς και τις μοναχές των δύο μονών, και βρίσκοντας αληθή τα γραφόμενά της, έμειναν όλοι έκπληκτοι και έντρομοι, φοβούμενοι την ουράνια δίκη, για την άδικη κρίση τους.
Έπεσαν με ευλάβεια και δάκρυα μπροστά στο τίμιο λείψανό της, και δέονταν να τους συγχωρέσει, διότι εν αγνοία αμάρτησαν. Αφού έκλαυσαν αρκετές ημέρες, ενταφίασαν το σκήνωμά της σε τόπο σεβάσμιο, δοξάζοντας τον Άγιο Τριαδικό Θεό.
ΠΗΓΗ : ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΕΚΛΟΓΙΟΝ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1869, σελ. 403 κ.ε.