Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Σκέπης, θεωρήσαμε καλὸ νὰ γράψουμε ἐδῶ λίγα λόγια γιὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή, πρὸς ἐνημέρωση καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς ἱστοσελίδας μας.
Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης εἶναι ἑορτὴ θεομητορικὴ καὶ ἑορτάζεται στὶς 28 Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ τὴν ἐθνική μας ἑορτή, ἀντὶ τῆς 1ης Ὀκτωβρίου, ποὺ εἶχε ἀπὸ παλιὰ θεσπισθεῖ νὰ ἑορτάζεται.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ» τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου στὸ κέντρο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς της, καθ’ ὅν τρόπο ὁ «ἠγαπημένος μαθητής» «ἔλαβεν αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωαν. 19, 27), γιὰ νὰ τὴν ἔχει ὡς μητέρα του, κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ποὺ εἶπε πρὸς αὐτόν: «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (ὅ.π.).
Πράγματι, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι γιὰ τοὺς χριστιανούς «ἐλπίδα καὶ στήριγμα», «προστασία καὶ σκέπη» καί «μεσιτεία πρὸς τὸν Ποιητὴν ἀμετάθετος». Στὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ψάλλουμε πρὸς αὐτήν: «χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης».
Γιὰ τὴν κραταιά, λοιπόν, Σκέπη τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης ὁ λόγος μας, ἀγαπητοί.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου (13, 21-22), ἀναφέρεται ἕνα ὑπερφυσικὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔδειχνε πόσο κοντὰ ἦταν στὸν ἀγαπημένο του λαό, τὸν Ἰσραήλ, καὶ πόσο τὸν προστάτευε.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐμφάνιση ὑπεράνω τοῦ λαοῦ μιᾶς νεφέλης, μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ὁδηγοῦσε τὸ λαὸ κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
Ἡ νεφέλη αὐτή, τὴ μὲν ἡμέρα, ὑπὸ μορφὴν στύλου, ἔδειχνε στοὺς Ἰσραηλίτες τὸ δρόμο ποὺ ἔπρεπε νὰ πορευθοῦν καὶ συγχρόνως ἔριχνε τὴ σκιά της καὶ τοὺς δρόσιζε, καθὼς πεζοποροῦσαν στὸ λιοπύρι, τὴ δὲ νύχτα, ὡς πύρινος στῦλος ἔριχνε φῶς καὶ τοὺς φώτιζε, γιὰ νὰ μὴ μένουν στὸ σκοτάδι.
Ἡ νεφέλη ὅριζε – δηλαδὴ ὁ Θεὸς μέσῳ αὐτῆς – πότε, ποῦ καὶ γιὰ πόσο χρόνο οἱ Ἰσραηλίτες ἔπρεπε νὰ στρατοπεδεύσουν. Κατὰ τὴν πορεία, τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ οὐρανοῦ πότε προπορευόταν τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ τοὺς δείχνει πρὸς τὰ ποῦ νὰ πορεύονται, καὶ πότε ἔμενε πίσω, ὡς ὀπισθοφυλακή, ὥστε νὰ νοιώθουν ἀσφαλεῖς.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸ λαὸ παρήγορο σημεῖο ἐγγύτητας καὶ προστασίας τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο κατὰ τὸν καιρό τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, ἐπὶ πολλὰ χρόνια.
Πρέπει δὲ νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ νεφέλη, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦμε, δὲν ἦταν μόνο ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο ποὺ λειτουργοῦσε ὅπως περιγράψαμε· μέσ’ ἀπὸ αὐτὴν ἀκουότανε καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Πολλὲς φορὲς ὁ Θεός «κατέβαινε» καὶ μιλοῦσε «ἐκ τῆς νεφέλης» στὸν Μωϋσῆ κι ἔκανε γνωστὸ τὸ θέλημά του στὸ λαό.
Ἄν ἐπιμένουμε στὸ φαινόμενο τῆς νεφέλης, εἶναι γιατὶ θέλουμε νὰ καταστεῖ σαφὴς ἡ τυπολογία τοῦ ὑπερφυσικοῦ αὐτοῦ γεγονότος, ὅτι δηλαδὴ ἡ νεφέλη ἐμφανῶς συμβολίζει καὶ προτυπώνει τὴ Θεοτόκο.
Τόσο, λοιπόν, στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ὅσο καὶ ἀλλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης, βλέπουμε ὅτι ἡ νεφέλη εἶναι ἕνα σύμβολο ἰδιαίτερο, ποὺ ἐκφράζει τὸ μυστήριο τῆς θείας Παρουσίας· φανερώνει τὸν Θεὸ καὶ τὸν καλύπτει ταυτοχρόνως.
Προσιτὴ καὶ συνάμα ἀδιαπέραστη ἡ νεφέλη, ἐπιτρέπει νὰ φτάσουμε οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεό, χωρὶς βεβαίως καὶ νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του· τοῦτο τὸ τελευταῖο θά ’ναι προνόμιο τῶν ἐκλεκτῶν στὸ μέλλοντα αἰῶνα.
Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ ποῦμε ὅτι ἡ νεφέλη εἶναι ἕνα προνομιοῦχο σύμβολο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα σύμβολα· προνομιοῦχο, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸ προτιμάει ἰδιαίτερα· ὄχι μόνο κατ’ ἐκεῖνο τὸν παλιὸ καιρό, ἀλλὰ καὶ μετά, στὴν Κ. Διαθήκη (π.χ. στὴ Μεταμόρφωση κ.ἀ.), ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ νά «ἀποκαλύπτεται» «ἐν νεφέλαις», νὰ μιλάει «ἐκ τῆς νεφέλης», νὰ ἔρχεται – ὅπως θά ’ρθει τὴν ἔσχατη ἡμέρα – «ἐπὶ τῶν νεφελῶν» τοῦ οὐρανοῦ.
Πάντοτε ἡ νεφέλη εἶναι τὸ οὐράνιο ὄχημα τοῦ ἐρχόμενου Θεοῦ· εἶναι ἡ τιμητικὴ συνοδεία τοῦ Κυρίου τῆς ἱστορίας…
Ἡ Βυζαντινὴ Παράδοση καὶ ἰδίως ἡ ἱερὴ Ὑμνογραφία, εἶδε στὴ νεφέλη, ἐμφανῆ τὴν προτύπωση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία, ὡς ἄλλη νεφέλη, ἀσυγκρίτως «πλατυτέρα» τῆς παλαιᾶς, σκέπει καὶ ὁδηγεῖ τὸν νέο Ἰσραήλ – ἐμᾶς – πρὸς τήν «ἐπηγγελμένη» οὐράνια πατρίδα.
Ὁ ποιητὴς τοῦ κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου, Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴ Θεοτόκο λέγει πρὸς αὐτήν: «νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα» (ᾠδὴ ΣΤ΄).
Γιὰ τὴν Παράδοσή μας ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τὸ ὄχημα, διὰ τοῦ ὁποίου κατέβηκε ὁ Θεός, ἡ ἀληθινὴ νεφέλη ποὺ ἔκρυψε μέσα της, ἀλλὰ καὶ φανέρωσε συνάμα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ τιμητικὴ συνοδεία τοῦ Κυρίου, δεμένη ἄρρηκτα μαζί του, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» καὶ μένουσα πλέον ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ αὐτόν «εἰς τὸ διηνεκές». Στοὺς Βυζαντινοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς νεώτερους χρόνους, ἡ Παναγία ἰσχύει καὶ πιστεύεται ὡς ἡ ὁδηγήτρια τῶν πιστῶν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στὴ σύνδεση αὐτὴ τῆς νεφέλης μὲ τὴν Παναγία συνετέλεσαν καὶ διάφορα γεγονότα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἱστορία τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ τὴ διάσωσή της ἀπὸ διάφορους ἐχθροὺς ποὺ τὴν ἐπιβουλεύονταν.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι σὲ ὧρες δύσκολες γιὰ τὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ γιὰ τὴ Βασιλεύουσα, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντές του προσεύχονταν στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι δὲ λίγες οἱ φορές, ποὺ ἄνθρωποι μὲ εὐλάβεια ἔβλεπαν τὴν Παναγία νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν Πόλη καὶ νὰ τὴ σκεπάζει μὲ τὸ πέπλο της…
Ὁ πρῶτος ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ ὅραμα τῆς θείας Σκέπης ἦταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ «διὰ Χριστὸν σαλός», περὶ τὸ ἔτος 936.
Τὸ ὅραμα ἔχει ὡς ἑξῆς: σὲ ἀγρυπνία ποὺ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, στὴν Πόλη, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καὶ ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους μεγαλοπρεπῆ γυναῖκα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, ἀκολουθούμενη ἀπὸ ἁγίους, λευκοφοροῦντες καὶ ψάλλοντες, καὶ ὑποβασταζόμενη ἀπὸ τὸν τίμιο Πρόδρομο.
Ὅταν ἡ γυναῖκα ἔφτασε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ μακρόν μετὰ δακρύων. Ὕστερα εἰσῆλθε στὸ Ἅγιο Βῆμα καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ «περιεστῶτος» λαοῦ, ἔβγαλε κι ἄπλωσε τὸ μαφόρι της ὡς σκέπη ἐπὶ τοῦ ἐκκλησιάσματος…
Καθὼς γνωρίζουμε, ἡ Βασιλεύουσα κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὅμως, τὸ ὅραμα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ δὲν ἄργησε νὰ διαδοθεῖ παντοῦ, ἔδωσε θάρρος στὸ λαὸ κι ἐλπίδα.
Κι ὅταν, μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγιᾶς, γλύτωσε ἀπὸ τὸν κίνδυνο, ἑόρτασε καὶ ὕμνησε δεόντως τὴν ἁγία Σκέπη καὶ προστασία της.
Ἀπὸ τότε θεσπίσθηκε τὸ γεγονὸς ὡς μία ἀκόμη θεομητορικὴ ἑορτὴ καὶ ὁρίσθηκε ἡ 1η Ὀκτωβρίου, ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, «εἰς ἀνάμνησιν» τῆς ὀπτασίας ποὺ εἶδε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καὶ γιὰ νὰ θυμούμαστε εὐγνωμόνως οἱ πιστοὶ τὴν Ὑπερμάχο Στρατηγό, ποὺ μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς φυλάει πάντοτε ἀπὸ ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους ἐχθρούς.
Κατὰ ταῦτα, ἡ γιορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, πέραν τῆς θεολογικῆς της σημασίας, προσλαμβάνει καὶ ἕνα ἰδιαίτερο στοιχεῖο, σὲ σχέση πρὸς τὶς λοιπὲς θεομητορικὲς ἑορτές: συνδέεται, δηλαδή, καὶ μὲ τοὺς καημοὺς καὶ τὶς ἀγωνίες τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Βασιλεύουσας, κι ἐν συνεχείᾳ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, στὶς κρίσιμες στιγμὲς τοῦ βίου του.
Ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες – γιὰ τὴν ἀκρίβεια οἱ πατεράδες καὶ οἱ παπποῦδες μας – ζήσαμε προσφάτως μιὰ ἀκόμη ὁμόθυμη προσφυγή μας στὴν προστασία τῆς Παναγίας μητέρας μας, τότε ποὺ μιὰ μεγάλη δύναμη ἀπείλησε τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερία μας.
Μιλοῦμε γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1940, τὴ νικηφόρο ἔκβαση τοῦ ὁποίου ἡ συνείδηση σύμπαντος τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀποδίδει πρωτίστως στὴν Ὑπερμάχο Στρατηγό, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ μαρτυρίες πολεμιστῶν, περιέσκεπε τὶς Ἑλληνικὲς μεραρχίες καὶ τὶς προστάτευε ἀπὸ τὶς προσβολές τῶν ἐχθρῶν.
Λίγα χρόνια μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἔπος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων Βλάχος – ὁ ἀπὸ Ἰωαννίνων – ἐκφράζοντας τὰ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων πρὸς τὴ Θεοτόκο, ποὺ γλύτωσε τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὰ ἐπαπειλούμενα κακά, ἔκρινε εὔλογο καὶ συνεπὲς πρὸς τὴν ἐνιαία Βυζαντινὴ καὶ τὴν ὕστερη νεοελληνικὴ Παράδοση, ὁ ἑορτασμὸς τοῦ ἱστορικοῦ «ΟΧΙ» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου νὰ προσλάβει κι ἕναν θρησκευτικὸ χαρακτῆρα.
Εἰσηγήθηκε λοιπόν – ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων – τὸ ἔτος 1952, καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁμοφώνως ἐπικρότησε τὴν πρότασή του, ὅπως ἀπὸ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, ἀντὶ τῆς 1ης Ὀκτωβρίου, νὰ ἑορτάζεται τὴν 28η τοῦ αὐτοῦ μηνός, συνδυασμένη πρὸς τὴν ἐθνική μας ἑορτή. Ἀνατέθηκε δὲ στὸν ἁγιορείτη ὑμνογράφο τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας μοναχὸ Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη ἡ ἐκπόνηση τῆς σχετικῆς ἀκολουθίας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί· ἡ θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, ὅσο κι ἄν γιὰ μᾶς ἔλαβε, ὅπως εἴπαμε, ἕναν ἰδιάζοντα χαρακτῆρα, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σήμερα ἔχει ὑπερβεῖ τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ ἱστορίες· εἶναι, πλέον, ἑορτὴ μὲ χαρακτῆρα παγκόσμιο, οἰκουμενικό.
Στὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, ὅλος ὁ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ὀρθόδοξος κόσμος, χωρὶς νὰ ἀρνεῖται τὴ δική μας παράδοση καὶ ἱστορία, αἰσθάνεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ παροῦσα, νὰ τὸν σκεπάζει μὲ τὸ μαφόρι της, νὰ τοῦ συμπαρίσταται καὶ νὰ τὸν στηρίζει στὶς δοκιμασίες καὶ στὸν πόνο του.
Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα δὲν προσευχήθηκε καὶ δὲν ἔκλαψε μόνο τότε, πρὶν χίλια τόσα χρόνια, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, ἀλλὰ προσεύχεται καὶ κλαίει σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε τόπο, μέχρι τὰ τέλη τῶν αἰώνων. Τὸ ἱερὸ πέπλο της τὸ ἀπλώνει μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια καὶ σκεπάζει κάθε γενιὰ ἀνθρώπων σὲ κάθε τόπο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία, λοιπόν, τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Σκέπης, ἄς προσπέσουμε στὴ χάρη τῆς Θεομήτορος κι ἄς τὴν παρακαλέσουμε εὐλαβικά:
«Ὑπερένδοξε, ἀειπάρθενε, εὐλογημένη Θεοτόκε, φύλαξον ἡμᾶς ὑπὸ τὴν Σκέπην σου».
Πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου Χ. Τσιάρα
Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων