«Έν ήμερα θλίψεώς μου τόν θεόν έξεζήτησα» (Ψαλμ. 76,3)

Επίκαιρο το θέμα της αρ­ρώστιας. Πάντοτε επίκαιρο. Επίκαιρο, γιατί κάθε μέρα υπάρχουν άρρω­στοι. Άρρωστοι στα σπίτια. Άρρωστοι στις Κλινικές. Άρρωστοι στα Νοσοκομεία. Και όχι μόνο φτωχοί, άλλά και πλούσιοι.

Όχι μόνο μικροί, άλλά και μεγάλοι.

Όχι μόνο ολιγογράμματοι και αγράμ­ματοι, άλλά και μορφωμένοι. Από όλες τις τάξεις. Όλοι αρρωσταίνουν. Όλοι. Όλος ο κόσμος. Γιατί όμως; Με­γάλο το θέμα. Άλλά λακωνι­κά θα γράψουμε. Με λίγα λόγια. Έτσι, όπως πάντα. Και όσο μπορούμε άπλά και καταληπτά.

Γιατί, λοιπόν, αρρωσταί­νουμε;

Επειδή αμαρτάνουμε. Αυτό λέ­ει ή ‘Αγία Γραφή. Λέει: «Ό άμαρτάνων έναντι του ποιήσαντος αυ­τόν έμπέσοι είς χείρας ιατρού» (Σοφ. Σειράχ 38, 15). Όποιος αμαρτάνει θα αρρωστήσει και θα πέσει στα χέρια των γιατρών. Πολλές είναι οι αρρώστιες πού προέρχονται από τις αμαρτίες. Πολλές. Όχι όλες. Αυτό παρατηρεί ο ιε­ρός Χρυσόστομος.

Γράφει: «Πάντα τά νοσήματα έξ αμαρτημάτων; Ού πάντα μεν, αλλά τά πλείονα». Στην περίπτωση αυτή το φάρμακο το ξέρουμε. Το είπε ο Κύριος στον παραλυτικό της Βηθεσδά. Θυμηθείτε τα λόγια του: «Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι άμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται» (Ίωάν. ε, 14). Άρρωστοι πού γίνατε καλά, μη ξαναμαρτάνετε, για νά μη σάς συμβούν χειρότερα. Σάς το λέει ο Χριστός. Ακούστε τη φωνή του.

Για νά θυμόμαστε το Θεό. Κάποιος πήγε νά επισκεφθεί έναν άρρωστο. Ό επισκέπτης εξέφρασε όλη του τη συμπά­θεια και τη λύπη για την αρρώστια του. Αλλά ο άρρωστος του είπε κάτι πού τού έκανε εντύπωση και πού το θυμόταν σε όλη του τη ζωή.

Είπε ο άρρωστος στον επισκέπτη του: «Ξέρεις γιατί ο Θεός μάς αφήνει, πολλές φορές, νά πέσου­με στην πλάτη; Για νά κοιτάξουμε λίγο και προς τα άνω!…». Έτσι είναι. Στην ανάγκη, στην αρρώστια, θυμόμαστε το Θεό. Ό Δαβίδ έλεγε συχνά: «Έν ήμερα θλίψεώς μου τόν Θεόν έξεζήτησα» (Ψαλμ. 76,3). Στη θλίψη μου θυμήθηκα και ζήτη­σα το Θεό.

Για νά μετανοούμε. Ή θύμιση του Θεού συντελεί, σχε­δόν πάντοτε, στη μετάνοια. Οι περισσότεροι άρρωστοι, μαζί με τη θεραπεία τους, μετανοούν για τις αμαρτίες τους και γί­νονται άλλοι άνθρωποι. Καλύτεροι.

Ένας νέος, από το Νο­σοκομείο στο όποιο νοσηλευόταν, έγραψε: «Εδώ, ανάμεσα στα πονεμένα πρόσωπα των συνανθρώπων μου, την πρώτη ήμερα κατάλαβα τη ματαιότητα του πλούτου. Τη δεύτερη ή καρδιά μου μαλάκωσε κι απαλλάχτηκα από το σκληρό εγωι­σμό. Την τρίτη έκλαψα. Την τέταρτη μετάνιωσα και σήμερα προσευχήθηκα θερμά».

Μία γυναίκα ομολόγησε το έξης: «Στον καιρό της αρρώστιας μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου, διάβασα πρώτη φορά το Ευαγγέλιο… Ζούσα στο σκο­τάδι κι είδα το φως. Τα θέλγητρα πού απόλαυσα ως τώρα είναι μηδέν μπροστά στις χαρές της καθαρής ζωής».

Κι ένας εργάτης, μακριά από το σπίτι του, ύστερα από μία αρρώστια, έγραψε στο γράμμα πού έστειλε στη γυναίκα του και στα παιδιά του: «Γυναίκα μου και παιδιά μου, με την αρρώστια έκοψα τα βαριά ελαττώματα μου, δεν πίνω πια κρασί και δεν βλαστημώ, μα ούτε γυρίζω αργά τις νύχτες. Σας αγαπώ και σας σκέπτομαι κάθε στιγμή. Παρακαλείτε το Θεό νά σωθώ και νά γυρίσω πάλι κοντά σας». Ας το ξαναπούμε– οι αρρώ­στιες φέρνουν τον άρρωστο, τις περισσότερες φορές, κο­ντά στο Θεό.

Για νά ταπεινωνόμαστε. Ό Θεός μάς θέλει ταπεινούς. «Μισητή έναντι Κυρίου ύπερηφανία» (Σοφ. Σειρ. 10, 7). Και «δύναται ταπεινώσαι τούς πορευομένους έν ύπερηφανία» (Δαν. 4, 34). Μπορεί νά ταπεινώσει όλους τούς υπερήφα­νους. Και μπορεί νά το κάνει αυτό με πολλούς τρόπους. Ένας τρόπος είναι και ή αρρώστια.

Ό ίδιος ο Άπ. Παύλος, κάνοντας λόγο για κάποια αρρώστια πού την ονομάζει «σκόλοπα» και πού δεν μπορούν νά την προσδιορίσουν οι ερμη­νευτές, ομολογεί ότι αυτόν το «σκόλοπα» τον έδωσε ο Κύ­ριος, για νά μη υπερηφανεύεται. Γράφει: «Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί… ίνα μή ύπεραίρωμαι» (Β’ Κορ. ιβ, 7). Κάτω από τα χτυπήματα της αρρώστιας όλοι σκύβουν το κεφάλι τους και ομολογούν τη μηδαμινότητά τους μπροστά στο Θεό.

Για νά δοκιμαζόμαστε. Λέμε ότι πιστεύουμε και αγα­πούμε το Θεό. Πώς όμως θα φανεί αυτό; Μόνο μέσα στις δοκιμασίες. Και μία από τις δοκιμασίες είναι και ή αρρώστια.

Όποιος μέσα στην αρρώστια και στον πόνο του δεν γογγύζει και δεν παραπονείται κατά τού Θεού, άλλά δέχεται σιω­πηλά το σταυρό της δοκιμασίας αυτής, αυτός είναι πραγματι­κός χριστιανός. Μόνο αυτός. Οι άλλοι πού γογγύζουν δεν είναι. Και ας λένε ότι είναι.

Όλοι οι άγιοι πέρασαν δοκιμα­σίες στη ζωή τους. Πολλές δοκιμασίες. «Ώσπερ δοκιμάζεται έν καμίνω άργυρος καί χρυσός, ούτως έκλεκταί καρδίαι παρά Κυρίω» (Παρ. 17, 3). Ποιό πρώτο και ποιο δεύτερο παράδειγ­μα νά αναφέρουμε; Είναι τόσα πολλά.

Όλοι οι άγιοι και μάρ­τυρες. Μία ψυχή, λεπρή στο σώμα, μέχρι την τελευταία στιγ­μή έλεγε: «Πεφιλημένε μου Εσταυρωμένε, γι’ αγάπη σου υποφέρω και θα τα υποφέρω όλα». Κι άλλοτε έκανε τραγού­δι τον πόνο και τραγουδούσε: «»Ω πόνε, πόσο είσαι γλυκύς,όταν ο Ιησούς μας αφήνει νά αισθανθούμε την παρουσία του!».

Για νά γινόμαστε συμπονετικοί. Η αρρώστια, ο πόνος, μαλακώνει και την πιο σκληρή καρδιά. Άνθρωποι πού πρώτα περνούσαν αδιάφοροι μπροστά από πονεμένους συνανθρώ­πους τους, ύστερα από κάποια τους αρρώστια άλλαξαν δια­γωγή.

Έγιναν καλοί Σαμαρείτες και σκύβουν πάνω τους με συμπόνια, όπως και εκείνος, ο καλός Σαμαρείτης τής παρα­βολής στον πληγωμένο οδοιπόρο. Ό άρρωστος, μετά τη θε­ραπεία του, γίνεται συμπονετικός άνθρωπος. Κι αυτός είναι εκείνος πού πιο πολύ σκέπτεται και επισκέπτεται τούς άρρωστους. Αυτός πού αρρώστησε και πόνεσε.

Για νά σκεπτόμαστε τον ουρανό. Εδώ στη γη είμαστε «ξένοι και παρεπίδημοι». Αυτό λέει ο Θεός με τον Απ. Πέ­τρο. ‘Εδώ δεν έχουμε «μένουσαν πόλιν», όπως λέγει και ο Απ. Παύλος. Ή πατρίδα μας ή αιώνια είναι ο ουρανός. «Τό πολίτευμα ημών έν ούρανοίς υπάρχει». Τα συμφέροντα μας είναι στον ουρανό.

Συμπέρασμα: Λιγότερα ακίνητα στη γη. Λιγότερα λεφτά στις Τράπεζες. Τα περισσότερα σε έργα αγάπης, φιλανθρωπίας και ιεραποστολής. Με τον τρόπο αυτό, μαζί με τη μετάνοια, λύνουμε το πρόβλημα τού ουρα­νού. Το σπουδαιότερο πρόβλημα.

Αδελφή ψυχή,

Γι’ αυτό αρρωσταίνουμε. Για τούς λόγους πού είπαμε. Σκέψου πάνω στους λόγους αυτούς και βγάλε τα ανάλογα συμπεράσματα. Συμπεράσματα, πού εύχομαι νά σε οδηγή­σουν στο Σωτήρα μας Χριστό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ