Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη.
Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ’ 14).
Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη.
Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα.
Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.
Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.
Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο, κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.
Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.