Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτοιμη κάθε στιγμὴ νὰ κάμη ἀντανάκλαση μέσα στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τοῦ δώσει μόρφωση, νὰ τοῦ δώσει χάρη καὶ ἔλεος, θέλει ὅμως νὰ τῆς δoθῆ ἀφορμή.
Λέγουν ὅτι ὁ βασιλεὺς Ναπολέων ἐπῆγε κάποτε νὰ συργιανίση σὲ ἕνα δάσος, γιὰ νὰ πάρη τὸν ἀέρα του, νὰ ἀπoλαύση ἐκεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσεως. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα ὡραῖο δένδρο, μὰ ἦταν πανόραμα: ὑψηλό, δροσερό, κατάσκιο, ὁ φλοιὸς του ἐγυάλιζε σὰν καθρέφτης.
Τόσο ἄρεσε στὸν βασιλέα τὸ δένδρο ἐκεῖνο, τόσο τοῦ ἐπροξένησε τὸν θαυμασμὸν καὶ τὴν περιέργειαν, ὥστε ἐκάθισεν ἀπέναντι στὸ δένδρο καὶ τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ ἐκαμάρωνε.
Μέσα ἡ καρδιὰ του εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ δένδρου.
Ὅλοι οἱ στρατιῶται τοῦ βασιλέως καὶ ὁ κόσμος ὅλος τὸ εἶχε μάθει αὐτὸ καὶ ὅλοι τὸ ἐκτιμοῦσαν τὸ δένδρο τοῦ βασιλέως καὶ τὸ εἶχαν σὲ προφύλαξη μεγάλη. Μετὰ καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεύς, τὴν ἴδια ἡμέρα ξεράθηκε καὶ τὸ δένδρο.
Ἔκριναν τότε ὅλοι καλὸ νὰ κόψουν τὸ δένδρο καὶ μὲ τὰ ξύλα του νὰ κάμουν τὸ σεντούκι τοῦ βασιλέως, ἀφοῦ τὸ ἀγαποῦσε τόσο πολύ.
Πράγματι, ἔκοψαν τὸ δένδρο, καὶ τὴν ὥραν ποὺ πῆγαν νὰ τὸ ρουκανίσουν εἶδαν μέσα στὸ ξύλο τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως σὰν φωτογραφία. Ἦταν δὲ τόσο ἐπιτυχημένο, ὥστε ἡ πιὸ καλὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ δὲν θὰ μποροῦσε τόσο νὰ τὸ ἐπιτύχη.
Ἐθαύμαζαν, λοιπὸν, ὅλοι καὶ ἀποροῦσαν, πὼς νὰ ἔγινε αὐτὸ τὸ περίεργο πράγμα. Ὡς φαίνεται ἐκείνη τὴν ὧρα ποὺ πρωτοεῖδε ὁ βασιλεὺς τὸ δένδρο καὶ τοῦ ἄρεσε τόσο πολὺ καὶ ἐκάθισε καὶ τὸ παρατηροῦσε ἔγινε κάποια ἀντανάκλασις, ἔγινε κάτι σὰν μαγνητισμός.
Ὅπως ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ τραβᾶ μὲ τὸν ἠλεκτρισμὸ καὶ τυπώνει ἐκεῖνο ποὺ βλέπει ἀπέναντί της, ἔτσι καὶ ὁ χυμὸς τοῦ δένδρου ἠλέκτρισε καὶ ἐμαγνήτισε διὰ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου τὴν μορφὴ τοῦ βασιλέως, τὴν παρέλαβε σὰν φωτογραφικὴ μηχανὴ καὶ τὴν ἐχάραξε πάνω στὸ ξύλο τόσο ὡραία.
Δὲν πρέπει, ἀδελφές, καὶ ἠμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ παραλάβωμεν τὴν μορφὴν τοῦ βασιλέως μας Χριστοῦ καὶ νὰ τὴν τυπώσωμεν μέσα στὴν καρδία μας; Δὲν πρέπει νὰ φροντίσωμεν νὰ ἀγαπήσωμεν καὶ ἠμεῖς τόσο πολὺ τὸν Χριστόν, ὥστε γιὰ τὴν ἀγάπη μας νὰ χαραχθῆ μέσα μας ἡ μορφή του;
Ἐκεῖνος δὲν ἀμελεῖ νὰ ἔλθη καὶ νὰ τυπωθῆ καὶ τυπώνεται μὲ τὴν πιὸ μεγάλη ἐπιτυχία. Θέλει μόνον ἠμεῖς νὰ προσέλθωμεν, ἀμέσως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται καὶ παραλαμβάνεται.
Τόσο πολὺ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνθρώπoν, ὥστε δὲν περιγράφεται ἡ ἀγάπη Του. Δὲν ἐξεχώρησε ποτὲ τὸν δίκαιον ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλόν, δὲν ἔκαμε σύγκρισιν ποτὲ πονηροῦ καὶ ἀγαθοῦ.
Καθὼς ἡ μέλισσα, ἐὰν εὑρεθῆ ἕνας βῶλος ζάχαρη ἢ τίποτα ἄλλο γλυκὸ πάνω σὲ ἕνα σωρὸ κοπριά, δὲν τὴν νοιάζει ἐκείνην πὼς εἶναι πάνω σὲ ἀκάθαρτα, παρὰ θὰ πάη πάνω ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ παραλάβη τὴ ζάχαρη ἢ ὀ,τιδήποτε ἄλλο εἶδος, ἀπὸ τὰ ὁποία θὰ κατασκευάση κατόπιν ἐκείνη τὸ μέλι.
Οὕτω πὼς καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπει ποὺ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, στὴν ἁμαρτία ἢ στὴν ἀρετὴ, στὴν καλωσύνη ἢ στὴν κακία. Βλέπει μόνον τὴν στιγμὴν ἐκείνη ποὺ πλησιάζει κοντά Του, δὲν σὲ ἀποστρέφεται γιὰ τὴν πρώτη σου ζωή, ἀλλὰ σὲ δέχεται γιὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἐπιστροφῆς σου.
Διότι ἴσως νὰ ἔκλαυσες τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἴσως νὰ ἐθρήνησες, ἴσως νὰ ἔβαλες ἕνα λογισμὸν μετανοίας καὶ νὰ ἐζήτησες συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν.
Δὲν βλέπει τὴν ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀνθρώπου, βλέπει τὴν δική του εὐσπλαχνίαν, βλέπει τὴν συμπάθειάν του καὶ νικᾶται, διὰ νὰ ρίξη ἔλεος εἰς τὸν ἁμαρτωλόν. Γίνεται ἀντανακλάσις τῆς χάριτος· ὅπως ἔγινε καὶ πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὸν ληστήν. Τὸ βλέμμα τοῦ ληστοῦ εἵλκυσε τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά του.
Διότι τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦταν ἱκετευτικό, γεμάτο πόνο καὶ μετάνοια καὶ τοῦ εἶπε ἕνα λόγο γλυκό, ποὺ δὲν ἀκούσθηκε γλυκύτερος εἰς ὄλον τὸν κόσμον, “Μνήσθητί μου, Κύριε”, τοῦ εἶπε, “ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου”. Θυμήσου καὶ μένα, Χριστέ μου, ὅταν πᾶς στὴ βασιλεία Σου!”.
Τί γλυκὸς λόγος! Ὅλα τὰ σιρόπια, ὅλα τὰ πανευφρόσυνα, ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου τὰ ὑπερνικᾶ ὁ λόγος αὐτός. Ἀμέσως ἐκτύπησαν αὐτὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινεν ἀντανάκλασις τῆς χάριτος. Τοῦ ἀπήντησε λοιπόν: “ἀλήθεια σοῦ λέγω καὶ ἐγώ, ὅτι σήμερα θὰ ἔλθης μαζί μου στὸν παράδεισο”.
Γιὰ τὴν μετάνοια αὐτῆς τῆς στιγμῆς ποὺ δείχνεις, ξεχνῶ ὅλους τοὺς φόνους καὶ τὰ κακουργήματα ποὺ εἶχες καμωμένα καὶ ἡ εὐσπλαχνία μου μὲ παρακινεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸν τὸν λόγον: ἔλα μαζί μου στὴν βασιλεία μου.
Μήπως καὶ ἐμεῖς, ἀδελφές, δὲν μοιάζωμεν καμμιὰ φορᾶ μὲ τὸν ληστήν; Εἴμεθα ὅλο στολισμένοι μὲ χάριτας; Δὲν ἔχομεν ἀκάθαρτα καὶ ἁμαρτίες; Δὲν μολύνομεν κάθε λίγο τᾶς ψυχᾶς μας;
Δὲν βλέπομεν τὸν πλησίον μας μὲ κακία; Δὲν κρίνομεν καὶ κατακρίνομεν; Δὲν ὀργιζόμεθα, δὲν φθονοῦμεν, δὲν συκοφαντοῦμεν; Ἀλλὰ μήπως ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα αὐτά μᾶς παραπέμπει; Μήπως ἐὰν ἡμεῖς εἴμεθα ἀκάθαρτοι, ἐὰν εἴμεθα μοχθηροὶ καὶ κακότροποι, ἐκεῖνος μᾶς ὀργίζεται; Μᾶς μισεῖ; Ὄχι.
Μὲ αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα χείλη ποὺ ἔχομεν, δέχεται καὶ τὸν δοξολογοῦμεν; Μ’ αὐτὰ τὰ ρερυπωμένα μας ἐντόσθια, δέχεται καὶ τὸν γευόμεθα, μὲ αὐτὰ τὰ ἁμαρτωλά μας χέρια καὶ πόδια μᾶς κρατεῖ, μᾶς κρατεῖ στὴ ζωή.
Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔχει, τέτοια συμπάθεια ἔχει γιὰ τὸν ἀνθρώπoν, τέτοια μακροθυμία γιὰ ὅλους μας. Μήτε Ἑβραῖο ξεχωρίζει μήτε Ἕλληνα μήτε Ὀθωμανό. Γιὰ ὅλους τὴν ἴδια στοργὴ αἰσθάνεται.
Καὶ ὅπως τὸν καιρὸν τῆς σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στὸ μαῦρο ξύλο ἐφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μὴ συνορισθῆς τοὺς σταυρωτᾶς μου, γιατί δὲν ξεύρουν τί κάνουν, δὲν μὲ κατάλαβαν ποιὸς εἶμαι, δὲν καταλαβαίνουν. Τὰ ἴδια ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζη ἀκόμα μέχρι σήμερα γιὰ ὅλους μας ὁ Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ἡμέραν ἡ ἀνθρωπότης εἰς τὸν Θεόν! Καὶ ὅμως, ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μᾶς ὀργίζεται, ποτὲ δὲν μᾶς ρίχνει κακία, ποτέ! Ποτέ! Τὸν βλασφημοῦμεν, τὸν παροργίζομεν, τὸν μουτζώνομεν, τὸν ξανασταυρώνομεν καὶ ἐκεῖνος πάλι μᾶς ὑπομένει, πάλι μᾶς ἀγαπᾶ. Διότι εἶναι ὁ Θεὸς ἐλέους, εἶναι Θεὸς ἀγάπης, Θεὸς τῆς εὐσπλαχνίας.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα, τὰ ὁποία τοῦ προσφέρoμεν ἠμεῖς, ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει ἔλεος καὶ παρηγοριά.
Πότε δὲν συχαίνεται ὁ Θεὸς κανένα μας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκληρός, μόνον ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπομένει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, παρὰ κρίνει καὶ κατακρίνει καὶ συκοφαντεῖ καὶ κατηγορεῖ καὶ ζητεῖ νὰ βλάψει καὶ νὰ καταστρέψει καὶ νὰ ἀδικήση τὸν ἄλλον.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κάμνει ἔτσι – ὅλο φροντίζει πὼς νὰ βοηθήσει τὸν ἀνθρώπoν, ὅλο ζητεῖ νὰ τοῦ δίδη χείρα βοηθείας. Πότε ἕναν πνευματικὸν φανερώνει νὰ τὸν συμβουλέψη, πότε κανέναν ἄγγελoν νὰ τὸν φώτιση, πότε κανένα λογισμὸ καλό τοῦ βάζει, πότε μία ἔμπνευση θεϊκή τοῦ φέρνει, ἄλλοτε κανέναν ἀνθρώπoν καλόν τοῦ παρουσιάζει καὶ τοῦ δίνει μία παρηγοριά.
Μὴ λησμονᾶτε, ἀδελφές, ὅτι τυχαίνομεν καὶ μεῖς σὲ ὧρες καὶ σὲ στιγμὲς ποὺ λυπᾶται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ λυποῦμαι ἐγὼ ἐσᾶς καὶ σεῖς ἐμενᾶ, νὰ λυπᾶται ἡ μία τὴν ἄλλην σας. Δὲν ἔχομεν ἀνάγκη νὰ λέμε γιὰ τὸν ἄλλον κόσμον.
Ὅταν βλέπετε τὰ λάθη μου νὰ λέτε: στιγμὴ εἶναι καὶ ἂς συμπαθήσωμεν, καὶ νὰ δείχνετε συμπάθεια, ἀδελφές, ὅπως ἔδειξε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ ἔλεγε: “Πάτερ, μὴ στήσης αὐτoῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην”. Ἔτσι νὰ λέτε ἐσεῖς γιὰ μένα καὶ ἐγὼ γιὰ σᾶς. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ δείξω καμμιὰ φορᾶ ὅτι στενοχωροῦμαι μαζί σας καὶ νὰ σᾶς μαλώνω καμμιὰ φορᾶ, πάλι γιὰ τὸ καλό σας.
Ἔπειτα, ὅμως, πηγαίνω πιὸ ἐκεῖ καὶ ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει τί λέγω. Αoράτως ἀκούει ὁ Θεὸς τί λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μου, ἄνθρωπος εἶναι καὶ αὐτή, πλασμένη ἀπὸ τὸ ἴδιο πλάσμα ποὺ εἶναι πλασμένος ὅλος ὁ κόσμος καὶ σύρεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη καὶ τυραννιέται καὶ βασανίζεται, μὴν τῆς συνορισθῆς – συγχώρεσέ την”.
Καὶ σεῖς, ἀδελφές, συμπάθεια νὰ ἔχετε ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη σας. Ὄχι μὲ μίσος καὶ ἔχθρα, ὄχι μὲ φθόνον καὶ κακία, ὄχι μὲ πονηρὶα καὶ σκληρότητα ψυχῆς καὶ ἀπανθρωπιά. Παρὰ μὲ συμπάθεια, μὲ μακροθυμία, μὲ καρτερία, μὲ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον μας.
Σήμερα εἶσαι σύ, αὔριο ἐγώ, τώρα σφάλλει ὁ ἕνας, σὲ λίγο ὁ ἄλλος. Κάθε στιγμή μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ μεῖς νὰ συγχωροῦμεν ἀλλήλους μας, καὶ μεῖς νὰ κλαύσωμεν καὶ νὰ θρηνήσωμεν καὶ νὰ λυπηθοῦμεν καὶ νὰ συμπονέσωμεν καὶ νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Θεὸν γιὰ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀρετή. Ὅσες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχης, ὅσα καλὰ ἔργα καὶ προσευχὲς καὶ ἀγαθοεργίες καὶ ἂν κάμης, ὅλα τὰ ὑπερβαίνει, ἐὰν πῆς ἕνα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τὸν ἀδελφόν μου γιὰ ὅ,τι μοῦ ἔκαμε.