Δεν είναι άγνωστος ο πληθωρισμός του λόγου στις μέρες μας. Όλοι νιώθουν την ανάγκη να μιλούν, άλλοτε ουσιαστικά κι άλλοτε αργολογίες. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει κανένα, αφού δεν γνωρίζει τους βαθύτερους λόγους για το τι λέει και το πώς το λέει.
Χρειάζεται, όμως, να τονίσουμε και την ανθρώπινη ανάγκη να μας ακούσει κάποιος.
Συνήθως, θεωρούμε ότι αν μιλήσουμε θα βοηθήσουμε τον άλλο. Μπορεί και να συμβεί κι αυτό, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που δεν θέλει πάρα «ένα αυτί να τον ακούσει», μια καρδιά ν’ αφουγκραστεί το λόγο της καρδιάς του, να κατανοήσει, και να εμπιστευτεί.
Υπάρχει και η περίπτωση που ακούμε το πρόβλημα κάποιου και σπεύδομε επιπόλαια να τον συμβουλεύσομε, να του υποδείξουμε τι πρέπει να κάμει. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν θέλει να μάθει τι πρέπει να κάνει˙ μόνο να πει, να βγάλει όλα εκείνα που τον συνθλίβουν.
Η βοήθειά, σ’ αυτή την περίπτωση, δίνεται με το ν’ ακούσομε με προσοχή και ειλικρινά. Ασφαλώς, υπάρχει και η περίπτωση που χρειάζεται να πούμε κάτι, αρκεί να βγαίνει ο λόγος από την πείρα και κυρίως την αγάπη.
Θεωρούμε πως η εμπειρία από ένα γεγονός μας κάνει ικανούς να κατανοήσουμε όποιον περνά παρόμοιο.
Αν και είναι σημαντικό, δεν είναι, όμως, το ουσιαστικό στοιχείο της κατανόησης και συμπαράστασης. Η απουσία της αγάπης αποστασιοποιεί την καρδιά από το πρόσωπο που πάσχει και τον πληροφορεί, με τη διαίσθησή που έχει, πως δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά.
Η αγάπη, ως υπέρβαση από τον εγωκεντρισμό μας, τις αντιλήψεις, τις προσωπικές μας εμπειρίες, δίνει την δυνατότητα να εισέλθουμε στο πρόβλημα του συνανθρώπου μας, να κατανοήσουμε τη δυσκολία που περνά, να αντιληφθούμε τι μπορεί να κάνει και τι όχι.
Ο Αγιορείτης Μοναχός Μωυσής έγραφε: «Για να συμβουλέψεις κάποιον, θα πρέπει να έλθει γονατιστός και με δάκρυα, για να βεβαιωθείς ότι έχει όλη την ειλικρίνεια με το μέρος του και τότε να του πεις κάτι για το οποίο είσαι πέρα για πέρα βέβαιος»
[1]. Όσο και να φαίνεται υπερβολικός ο λόγος, κρύβει την αλήθεια ότι δεν θα πρέπει εύκολα να συμβουλεύουμε.
Στο Γεροντικό αναφέρεται « για κάποιον αδελφό που έπεσε σε αμαρτία και, όταν πήγε να επισκεφθεί τον Αββά Λωτ, βρισκόταν σε ανησυχία, μπαίνοντας και βγαίνοντας και μη μπορώντας να καθίσει. Του λέγει ο Αββάς:
Τι έχεις αδελφέ;
Κι εκείνος είπε:
Έκαμα μεγάλη αμαρτία και δεν μπορώ να την εξαγορεύσω.
Εξομολόγησού τη σ’ εμένα κι εγώ την παίρνω επάνω μου.
Τότε του είπε:
Έπεσα σε σαρκικό αμάρτημα και για να το πετύχω θυσίασα στα είδωλα.
Κι ο γέροντας του λέει:
Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, μείνε στο σπήλαιο και νήστευε κάθε δυο μέρες και γω βαστάω μαζί σου το μισό της αμαρτίας.
Αφού συμπληρώθηκαν οι τρείς εβδομάδες, πληροφορήθηκε ο γέροντας ότι ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού κι έμεινε υποτασσόμενος στο γέροντα μέχρι την κοίμησή του»[2].
Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται πιο πολύ να νιώσει ότι «παίρνομεν επάνω μας» το πρόβλημά του παρά να του πούμε τι θα κάνει. Τότε, όντως, εκείνος ξαλαφρώνει κι εμείς χαιρόμαστε, αφού εφαρμόζουμε το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε το νόμο του Χριστού». (Γαλ.6,2)
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
[1] ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, Σ. 33
[2] ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ . . . , ΑΣΤΗΡ, ΑΘΗΝΑΙ 1974, Σ.Σ. 143-144