Κάποιο Σάββατο στα 1862, ενώ ακόμη ετελείτο η Θεία Λειτουργία στην εκκλησία του Προκοπίου της Μικράς Ασίας, μία ευλαβής γυναίκα διηγόταν πως την προηγούμενη νύκτα είδε στο όνειρό της τον άγιο Ιωάννη τον Ρώσο ο οποίος βγήκε από τη λάρνακά του και έτρεχε κρατώντας στα χέρια του τη στέγη της Ελληνικής Σχολής η οποία θα κατέρρεε.
Ενώ τα έλεγε όλα αυτά, ακούστηκε ξαφνικά δυνατός κρότος και θόρυβος και οι εκκλησιαζόμενοι βγήκαν από την εκκλησία και είδαν, πράγματι, ότι κατέρρευσε η στέγη της Σχολής.
Αμέσως, λοιπόν, έτρεξαν στο μέρος εκείνο με θρήνους και κλάματα, και αφού σήκωσαν την πεσμένη βαριά στέγη έβγαλαν από εκεί σώους όλους τους μαθητές οι οποίοι ήταν πάνω από 20 άτομα.
Όταν τους ρώτησαν οι γονείς να τους πουν τι συνέβη, τα παιδιά τους είπαν τα εξής:
– Ακούσαμε ξαφνικά να τρίζουν δυνατά τα δοκάρια της στέγης και καταλάβαμε τι επρόκειτο να γίνει και ότι κινδυνεύαμε. Και εκείνη τη στιγμή σαν να μας έδωσε κάποιος ένα παράγγελμα, ένα σύνθημα και ταυτόχρονα μας οδηγούσε ένα αόρατο χέρι και έτσι βρεθήκαμε σε μια στιγμή κάτω από τα θρανία φοβισμένοι και τρομαγμένοι όλοι.
Όταν έπεσε με βοή η στέγη, τα δοκάρια της στηρίχθηκαν στα θρανία μας και εμείς μείναμε από κάτω χωρίς να πάθουμε τίποτε.
Έτσι με τη χάρη του Θεού και με την αόρατο φροντίδα του αγίου Ιωάννη σώθηκαν τόσα αθώα πλάσματα.
Διασκευή από τον «Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας», μήνας Μάιος, τόμος ε’.