Αφηγητής ο παππούς ο Γιωργάκης
Στο έβγα του Τρυγητή του ’15, κατεβαίνοντας το βράδυ απ’ το μαντρί στο χωριό, με καρτερούσε ο πατέρας.
«Γιωργάκη, τα ’μαθες, ε; Γύρσε απ’ το στρατό ο Παναγιώτης της Κατερινιώς! Είναι ο καημένος πετσί και κόκαλο. Τον απόλυκαν γιατί βλάφτηκαν τα μάτια του. Σαν τον Περεκλή της Σουλτανιώς κι αυτός. Αχ! Μόνε για το Χρηστάκη μας δε θα μάθουμε τίποτες…» με είπε και τόνε πήρε το παράπονο.
Κόσεψα (έτρεξα) στο σπίτι του Παναγιώτη. Εκεί, ο κόσμος πολύς. Με κόπο κατάφερα να έμπω στο καμαράκι του. Αδύνατος, μαυριδερός και κουρασμένος, κάθουνταν στο μιντέρι ανάμεσα στους δικούς του κι αφηγιούνταν τα πάθια του.
Η φωνή του βραχνή και τρεμάμενη. Τόνε ζύγωσα και τον καλωσόρισα. Τα μάτια του ούλο έτρεχαν και με δυσκολία με γνώρισε. Τι τράβηξε κι αυτός!
Νιόπαντρος με την Αγγελικώ, δεν πρόφταξε καλά καλά να χαρεί το στεφάνι του και τόνε πήρανε το ’10 στρατιώτη. Πέντε χρόνια τυραγνίστηκε στα αμελέ ταμπουρού και πολλές φορές είδιε το χάρο με τα μάτια του.
Ώσπου, ήρθε το καλοκαίρι του ’15. Τότες, με τον Μεγάλο Πόλεμο (Α΄ Παγκόσμιος), ούλους τους Ρωμιούς απ’ το τάγμα του τους έδωκαν τουφέκια και τους έκαμαν κανονικούς στρατιώτες. Τους γύμνασαν κομματάκι κι ύστερις τους έστειλαν κάτω στην Αραπιά, να πολεμήσουνε τους Εγγλέζους.
Εκεί, μέρες ατελείωτες παράδερναν μέσα στην καυτή αμμουδιά. Βρώμικοι, νηστικοί και διψασμένοι. Πορπατούσανε μόνε τη νύχτα, γιατί την ημέρα ο γήλιος τους έψενε.
Ένα πρωί, οι Εγγλέζοι αρχίνησαν να τους βαρούνε. Οι μπόμπες έσκαζαν ολόυρα απανωτές και θέριζαν. Γιόμισε ο τόπος άψυχα κορμιά. Οι ζωντανοί κόσευαν να γλιτώσουνε, μα δεν είχε και πουθενά να φυλαχτούμε.
Ο Παναγιώτης κατάφερε να ξεμακραίνει, μα μια μπόμπα έσκασε κοντά του και ο άμμος που σήκωσε τόνε βρήκε στα μάτια και τόνε τύφλωσε. Μονάχα απ’ το ένα μάτι έβλεπε κομματάκι.
Όσοι γλίτωσαν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι, κι οι Εγγλέζοι τους πήγανε στο Κάιρο. Εκεί, ξεχώρισαν τους ανήμπορους, τους παράδωκαν στους Τούρκους κι αυτοί τους έστειλαν οπίσω στα σπίτια τους.
Τον έβλεπα με τα μάτια δακρυσμένα απ’ τον πόνο, και τόνε λυπούμουνα. Από την άλληνα έλεγα ας γύρναγε κι ο αδερφός μου κι ας υπόφερνε. Θα ήτανε, μπάρεμ (τουλάχιστον) ζωντανός.
Για το Χρηστάκη μας, που έφυγε κι αυτός το ’10, εξόν απ’ το γράμμα που μας ήφερε ο Περικλής το ’12, άλλο μαντάτο δεν είχαμε. Νε καλό νε κακό. Μα με όσα ακούγαμε, η καρδιά μας ήτανε μαύρη.
Ο πατέρας, απ’ τη στεναχώρια του, έβγαινε συχνά όξω στα χωράφια κι έκαμνε να γυρίσει ώρες. Κι όντας (όταν) γύριζε, δε μιλιούνταν. Ένα πρωί, την ώρα που θα κινούσα για το μαντρί, χαράματα ακόμα, τόνε βλέπω ομπρός μου.
«Γιωργάκη, ξεύρεις τι λέω, παιδί μ’; Εδωγιά (εδώ σ’ αυτό το σημείο), να σηκώσμε σπίτ’ για το Χρηστάκη μας. Αύριο, άμα παντρευτεί, να είμαστε ούλοι αντάμα, να βοθιούμαστε. Το κοπάδ’, λέω να μην το μοιράστε. Να το έχτε και οι δυο.
Ο Χρηστάκης να είναι για τσι μέσα τσι δουλειές κι εσύ για τσ’ όξω. Εγώ γέρασα, θα αποτραβηχτώ. Τι λες;»
Και προτού αποκριθώ, τόνε πήρε το παράπονο. «Με το έφαγαν το παλικάρι μ’, οι ρουφιάνοι!
Γιατί, τζιέρι μ’, με πότσες τέτοιο φαρμάκ’!» είπε κι αστόχησε σπίτι και κοπάδι. Το μεσημέρι που γύρισα, εκείνος κοιμούνταν.
«Ήπιε ένα μισοκάδικο (μισή οκά), ύβρισε, βλαστήμσε…
Άσ’τονα!» είπε η μάνα.
Στα μέσα του Αντριά (Νοεμβρίου) του ’15, ξέσπειρα* ένα κομμάτι στην «Τούμπα» και γύρισα νωρίς στο χωριό. Μπαίνοντας στην αυλή, έρχεται ούλο κοσί (τρέχοντας) ο ανεψιός μου ο Λεωνής.
«Θείο, μ’ έστειλε ο μπαρμπα-Σωτήρης, ο Αρβανίτης. Να πας, λέει, απ’ τον καφενέ του. Σε θέλει».
Σηκώνουμαι και πααίνω. Τα τραγούδια ακούγουνταν από μακριά. Η φωνή του πατέρα ξεχώριζε. Πήγα απ’ το πλάι και κοίταξα με τρόπο απ’ το παραθύρι. Ήτανε με την παρέα του.
Ούλοι μπαρμπάδες. Καταής, γιομάτο σπασμένα. Μ’ έπιασε το παράπονο. Δε μπήκα. Πήγα στο Σωτήρη απ’ την πίσω πόρτα.
«Απ’ το μεσημέρι τα πίνουνε. Εκείνος τους μάζωξε. Ούλο για το Χρηστάκη μιλεί και “γιατί να γένει αυτό σε μένα;” λέει. Σε φώναξα για να ξεύρεις», με είπε.
«Άσ’τους, όσο το πάνε. Άμα λάβεις ανάγκη, φώνα (φώναξέ) με», αποκρίθηκα.
Οι λάμπες άναψαν, όντας γύρισε κοντυλώντας (παραπατώντας). Αμίλητος πήγε ίσια και πλάγιασε. Απ’ ό,τι έμαθα, χόρεψε κιόλας! Ήτανε ο στερνός του χορός. Απ’ την άλλην την ημέρα, ξέκοψε απ’ τα πρόβατα, γένηκε λιγόφαγος και το όξω το άριεψε πολύ. Με το «ωχ!» βραδιάζουνταν, με το «ωχ!» ξημερώνουνταν.
Στις δυο κουβέντες του, η μια ήτανε «ο Χρηστάκης».
«Εγώ, Δαφνιώ, το νιώθω, θα φύγω. Θα πάω να έβρω το Χρηστάκη. Εσένα σ’ αφήνω σε καλά χέρια. Ο Γιωργάκης κι η Φωτεινή, η Φαρφουρή κι ο Χαράλαμπος θα σε κοιτάξουνε. Και τ’ αγγόνια μας σ’ αγαπούνε», τήνε είπε ένα πρωί.
«Τι κουβέντες είναι αυτές, άντρα μ’! Δε θα πας εσύ να έβρεις το Χρηστάκη, ο Χρηστάκης θα νέρτει εδώ. Κι άλλα παλικάρια έφυγαν με το Χρηστάκη στο στρατό κι ακόμα δε γύρσανε. Στρατός είν’ αυτός. Βαστάει χρόνια.
Πόλεμο έχμε. Κάμε κομμά* κουράγιο. Θα νέρτει το παλικάρι μας. Αχ, και τότες να διεις, Μανώλη μ’, χαρές και παναΐρια που θα κάμε! Κι ούλες αυτές οι σταναχώριες θα ξεχαστούνε», τον αποκρίθηκε.
Κι εκείνη, η φουκαριάρα, πόνηγε από μέσα της, μα ομπρός του δεν αποφαίνουνταν (φανερωνόταν). Καμώνουνταν τη θαρρετή και τον έκρενε, μπέλκιομ (μήπως) και τόνε δώκει κουράγιο. Μα εκείνος δεν άκουγε. Κατέβασε τα κεπέγκια της καρδιάς του και σφαλίστηκε μέσα. Το όξω το έκοψε ολωσδιόλου.
Στην πλατέα δεν έβγαινε. Ακόμα και στη βάφτιση του εγγονού του, που τόσο αγαπούσε, δεν πήγε στην εκκλησία. Έκατσε στο σπίτι με τη Φωτεινή, και καρτερούσε τα παιδιά να πάνε το όνομα. Κι όντας άκουσε να φωνάζουνε «Εμμανουήλ!», «Εμμανουήλ!», γέλασε κομματάκι, μα ντίμπιντουζ (ολωσδιόλου) άνοστα, ανόρεχτα.
Η ψυχή του δεν ήτανε εκεί. Τελευταία, μας κάκιωσε κιόλας και δε μας έκρενε. Εμείς, λέει, ξεύραμε για το Χρηστάκη και το κρατούσαμε κρυφό. Με τον καιρό, παράτησε ολωσδιόλου το φαΐ και δεν έβαζε βούκα στο στόμα.
Απ’ την αναφαγιά, έχασε μάγουλα και γκερντάνια (προγούλια), ζαμπούριασε (σκέβρωσε) κι απόμεικε μόνε ο ίσκιος του. Ένα απολειφάδι. Με το ζόρι σηκώνουνταν στο ποδάρι. Κι όντας το κατάφερνε, κοντυλούσε (παραπατούσε) και ξαναπλάγιαζε.
Ώσπου κατάληξε στο κρεβάτι. Ώρες πολλές απόμνησκε με τα μάτια σφαλιχτά, δίχως να γυρέψει νερό και φαΐ. Και μες στα σκοτεινά σοκάκια που περιδιάβαινε, αντάμωνε το Χρηστάκη και κουβέντιαζε μαζί του.
Η φωνή του τρεμουλιαστή και τα μάτια του βρεμένα.
«Αχ, τ’ αγόρι μ’! Έλα, αγόρι μ’. Έλα να διούμε τι κάμνεις. Ναι, ναι, παιδί μ’. Το ’λεγα, εγώ μαθές που θα νέρτεις. Αχ, το τζιέρι μ’! Πού ήσουνα, παιδί μ’, τόσα χρόνια; Πού σε είχανε; Τι σ’ έκαμαν; Πονείς, παιδί μ’; Α, τσι ρουφιάν’! Να διεις εγώ, τι θα τσι κάμω»!
Να τον ακούς και να ραΐζει η καρδιά σ’. Τελευταία, δεν ένιωνε (καταλάβαινε) και μέρα με την ημέρα έσβηνε. Δε βάστηξε πολύ. Ανήμερα της Αγια-Βαρβάρας του ’15, ημέρα Κυριακή, ο Μανώλης εφέντης, ο κεχαγιάς, έφυγε ν’ ανταμώσει το τζιέρι του.
«Απόθανε ο αθέρας του χωριού!» είπε ο παπα-Γρηγόρης, ύστερις απ’ το αιωνία η μνήμη.
(Την περίοδο 1914-1918 250.000 Έλληνες της Ανατολής έχασαν τη ζωή τους στα αμελέ ταμπουρού).
Γεώργιος Εμμ. Μάνος ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Πηγή : Προσκυνητής