Γύριζα απ’ το κυνήγι, τραβώντας από μια δεντροστοιχία του κήπου. Το σκυλί έτρεχε μπροστά μου.
Αξαφνα τα βήματά του έγιναν πιο αργά και φαινόταν σα να παραμόνευε κάτι.
Κοίταξα καλά και είδα ένα σπουργιτάκι με κιτρινωπό χρώμα κοντά στο ράμφος του και με πούπουλο στο κεφαλάκι του.
Είχε πέσει απ’ τη φωλιά του. Ο αγέρας κουνούσε δυνατά τις σημύδες του κήπου. Το σπουργιτάκι καθόταν ακίνητο μ’ απλωμένες τις φτερούγες του, που μόλις άρχισαν να μεγαλώνουν, δεν μπορούσε όμως να πετάξει.
Το σκυλί μου αργά – αργά πλησίαζε το σπουργιτάκι, όταν άξαφνα από ένα κοντινό δέντρο ξεπετάχτηκε ένα γέρικο σπουργίτι με μαύρο το στήθος του κ’ έπεσε σαν μια πέτρα ακριβώς μπροστά στο μούτρο του σκύλου μου.
Παραμορφωμένο, με φουντωμένα τα φτερά του και μ’ απελπισμένη και γεμάτη λύπη φωνή πήδησε μια – δυο φορές μπροστά στ’ ανοιχτό στόμα του σκύλου.
Το γέρικο σπουργίτι όρμησε να γλιτώσει το παιδί του. Όλο του το σωματάκι σπαρταρούσε από φρίκη, η φωνούλα του αγρίεψε και βράχνιασε, ήταν έτοιμο να πεθάνει, να θυσιαστεί!
Σαν τι πελώριο τέρας να έβλεπε το σκυλί! Κι όμως δεν μπόρεσε να κάτσει ήσυχα – ήσυχα πάνω στο ψηλό του κλαδί, όπου ήταν τόσο ασφαλισμένο… Μια δύναμη πιο δυνατή κι απ’ τη θέλησή του το έριξε απ’ εκεί πάνω.
Ο Τρεζόρ (έτσι λέγανε το σκυλί) σταμάτησε κι έκανε πίσω, καθώς φαίνεται κι αυτός αναγνώρισε τη δύναμη. Βιαστικά φώναξα το ντροπιασμένο σκυλί κι έφυγα απ’ αυτόν τον τόπο, γεμάτος ευλάβεια.
Έτσι ήταν και μη σας φανεί παράξενο. Αισθανόμουνα ευλάβεια μπροστά σ’ εκείνο το μικρό ηρωικό πουλί, μπροστά στη μεγάλη του στοργή.
Η αγάπη έλεγα, είναι πιο δυνατή κι απ’ το θάνατο και το φόβο του θανάτου. Μονάχα μ’ αυτήν, μόνο με την αγάπη κρατιέται και κινείται η ζωή.
Μετάφρ. Ελ. Κυριακίδου – Δημητρίου, “Ν. Εστία” 15/5/1984