Ὁ παπα – Ἐφραίμ πρός τό τέλος τῆς ἑπιγείου ζωῆς του, ἤθελε νά ἐπισκεφθῆ γιά τελευταία φορά τά καλύβια τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ στόν Ἅγιον Βασίλειο.
Μόλις πλησίασε τό ἐγκαταλελειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντος, μέ φανερή συγκίνησι καί ποταμούς δακρύων ἔλεγε στό συνοδό του:
”Αἰωνία του ἡ μνήμη! Αἰωνία του ἡ μνήμη! Χορτάσαμε Χάρη! Χορτάσαμε Χάρη! Ἐδῶ ἐπί τρία χρόνια κοντά στόν Γέροντα Ἰωσήφ ἤπια νερό, ἀπό τό νερό τοῦ παραδείσου! Ὦ!
Τήν ἐποχή ἐκείνη πού ἐπήγαινα εἰς τόν Ἅγιο Βασίλειο, εἰς τόν Γέροντα Ἰωσήφ, τί Χάρις ἦταν ἐκείνη! Τί καταστάσεις Χάριτός! Τί Λειτουργίες! Τί θεωρίες! τί μυστήρια! τί ἀποκαλύψεις. Νόμιζες, ὅτι καί οἱ θάμνοι καί τά βράχια καί ἡ φύσις ὅλη δοξολογοῦσαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό.
Από το βιβλίο: ”Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης”