Γέρων Συμεών Γρηγοριάτης (+1918-1999)

-Γέροντα τί αἰσθάνεσαι, ὅταν λέγης τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ;

-Πούπουλο. Ὅ,τι βάρος ἔχω ἐπάνω μου, μέσα στήν ψυχή μου, φεύγει. Νοιώθω τόν Χριστό καί τήν Παναγία μέσα μου.

Αὐτοί μέ πληροφοροῦν μέ τήν παρουσία τους, ὅτι θά μέ πᾶνε καί στόν Παράδεισο. Δέν συγκρίνεται αὐτή ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μέ καμμία χαρά τοῦ κόσμου.

Εἶδα κάποιον νά καπνίζη καί τόν ρώτησα: «Τί αἰσθάνεσαι μέ τό τσιγάρο πού τό καπνίζεις;

Δέν μοῦ ἀπήντησε. Ἄφησε τό τσιγάρο καί πάρε στό χέρι σου τό κομποσχοίνι, τοῦ εἶπα, καί τότε θά αἰσθανθῆς ἕνα θεϊκό μεγαλεῖο νά πλημμυρίζη τήν καρδιά σου».

Οὐδέποτε ὁ Γέρο-Συμεών περιποιήθηκε τόν ἑαυτό του. Εἶχε ἀφεθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τόν ρωτούσαμε οἱ Πατέρες: «Πάτερ Συμεών, βάλε κάλτσες τώρα τόν χειμῶνα, δέν βλέπεις πού τά πόδια σου ἔχουν μελανιάσει;

-Τί σᾶς ἐνδιαφέρει ἐσᾶς. Ἐγώ θέλω νά τά βλέπω μελανιασμένα.

-Θά σέ πονέσουν χειρότερα ἀργότερα.

-Ἄς πονέσουν. Θέλω νά μέ πονᾶνε. Ἄς κανονίσει Αὐτός πού μοῦ τά ἔδωσε. Ἄλλωστε κι αὐτά θά πᾶνε μιά μέρα στόν τάφο καί ἐκεῖ θά θεραπευθοῦν ὅλα, τά πάντα.

Εἶχε ἡρωϊκή καρδιά καί ὑπέμενε ὅλες τίς κακουχίες καί ταλαιπωρίες τοῦ μονήρους βίου μέ πρωτοφανῆ γενναιοψυχία καί ἀνδρεία κατά Θεόν. Εἶχε τελεία περιφρόνησι τοῦ ἑαυτοῦ του μέ τήν σκέψι τῆς προσμονῆς τῶν προσδοκομένων αἰωνίων ἀγαθῶν.

Ἦτο ἐργατικώτατος στό ἔπακρον. Ὅταν ἦτο ἐλεύθερος ἀπό τό διακόνημά του ἤ λόγῳ γηρατειῶν του, δέν εἶχε δικό του διακόνημα, ἐπήγαινε τά ἀπογεύματα καί βοηθοῦσε τόν Ἀδελφό τοῦ Δοχειοῦ νά βάλη τίς διακονιές τοῦ κρασιοῦ ἤ τίς μερίδες τοῦ τυριοῦ στήν τραπεζαρία τῆς Μονῆς.

Ἐδούλευε μέ ἁπλότητα καί χαρά σάν μικρό παιδί. Σ᾿ ὅλους ηὔχετο μέ τήν ἴδια πάντα εὐχή: «Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά σᾶς βοηθήσουν», «Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μπροστά κι ἐμεῖς κοντά τους».

Στίς Πανηγύρεις της Μονῆς ἔφερνε «σβούρα» τό Μοναστήρι. Ἀπό ἡμέρες καθάριζε τό καλντερίμι. Κατόπιν ἔτρεχε στό μαγειρεῖο νά καθαρίση ἕνα τσουβάλι κρεμμύδια γιά τά μαγείρευμα 500 καί πλέον μερίδων ψαριοῦ.

Μετά ἔμπαινε στό Δοχειό καί βοηθοῦσε στό καθάρισμα τῶν ἑκατοντάδων κιλῶν ψαριῶν, χωρίς νά σκέπτεται τήν κούρασι. Ἔφευγε πάντοτε τελευταῖος, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλενε τά τραπέζια, πετοῦσε τίς ἀκαθαρσίες, σφουγγάριζε τά δάπεδα καί μετά γιά νά δυναμώση ἔπινε κι ἕνα ποτηράκι κρασί ἐνισχυμένο.

Μετά βοηθοῦσε στό κόψιμο τοῦ τυριοῦ, στό σπάσιμο τῶν καρυδιῶν καί λεπτοκαρυῶν γιά τήν προετοιμασία τοῦ δίσκου τῶν Κολλύβων. Κι ὅλα αὐτά προσευχόμενος μέ εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο λέγοντας τούς Χαιρετισμούς της καί κάνοντας μέ συναίσθησι κάθε φορά τόν σταυρό του.

Ὅταν παλαιότερα ἀγοράζαμε τό σιτάρι καί κατόπιν ἐφρόντιζαν οἱ πατέρες γιά τόν καθαρισμό του ἀπό τήν ἧρα, τό πλύσιμο, τό στέγνωμα καί τό ἄλεσμα του, ὁ Γέρο-Συμεών συμπονοῦσε τόν Μάκηπα (φούρναρη) παπᾶ Χρυσόστομο καί πολλές φορές ἐπήγαινε καί τόν βοηθοῦσε.

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος Ἄθω, 2005

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ