Η τραγωδία του σήμερα διαζωγραφίζεται με έντονα χρώματα, κατά το πλείστον κόκκινα. Παντού κόπος και πόνος, φόβος και τρόμος, αίμα και πυρ. Το κόκκινον, το αίμα του αδελφού σου που χύνεται η που το χύνεις, το αίμα της καρδιάς του, το αίμα του σώματός του, το αίμά μου.
Αυτή είναι η πανανθρώπινη ταλαιπωρία· η αποστασία του ανθρώπου από τον Θεόν. Το ιστορικόν δράμα της ανθρωπότητας.
«Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου…;».
Η πανανθρώπινη αυτή κραυγή από τα βάθη των αιώνων αντηχεί και επαναλαμβάνεται καθημερινώς. «Κύριε σώσον δη, Κύριε ευόδωσον δη». Και η θεία ευδοκία και η θεία σωτηρία ήλθεν και έσωσεν ημάς. Ομολογούμεν την χάριν, κηρύττομεν τον έλεον, ου κρύπτομεν την ευεργεσίαν.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον Θεό και μεταξύ τους. Μεσίτης Θεού και ανθρώπων.
Ήλθε στην γη· ο Λόγος σαρξ εγένετο· ενηνθρώπησε· έλαβε εκ των πανάγνων και πανασπίλων και παναγίων αιμάτων της Κυρίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και έπλασε σάρκα δια τον εαυτό Του. Συγκατέβηκε για να μας ανυψώσει.
Ομοιώθηκε με τους ανθρώπους για να κάνει τους ανθρώπους θεούς κατά χάριν. Ήλθε, έπαθε, εσταυρώθη, ανέστη και ανελήφθη, ολοκληρώνοντας την επαγγελία και το έργο της σωτηρίας. Όμως δεν μας άφησε μόνους. Προκατήγγειλε την επαγγελία του Πατρός ότι θα στείλει τον άλλον Παράκλητον· και το έκανε την ημέρα της Πεντηκοστής.
Έδωσε όμως και ένα άλλο μεγάλο δώρο στην ανθρωπότητα· την παναγία Μητέρα Του να είναι Μητέρα όλου του κόσμου. Όταν ήταν επάνω στον Σταυρό κοίταξε την Μητέρα Του και της είπε, δείχνοντας τον Ιωάννη:
«Γύναι, ιδού ο υιός σου». Ακολούθως είπε στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου». Παρέδωσε την ανθρωπότητα, εν τω προσώπω του Ιωάννη, στην παναγία Θεοτόκο Μητέρα Του, και την παναγία Μητέρα Του παρέδωσε στην ανθρωπότητα. Ακολούθως παρέλαβε αυτήν ο Ιωάννης και την είχε πάντοτε μαζί του και της είχε δώσει χώρο διαμονής στον οίκό του.
Αυτή η παράδοση, η οποία έχει οντολογικό χαρακτήρα και πανανθρώπινο, επιβεβαιώνεται καθημερινώς από τα ίδια τα γεγονότα της ζωής εκάστου εξ ημών. Καθημερινώς διερχόμεθα πειρασμούς· προσωπικούς, οικογενειακούς, οικονομικούς, πνευματικούς κ.λπ. Τους πειρασμούς επακολουθεί τις πλείστες φορές, αν όχι όλες, η οδύνη, ο πόνος.
Ο πανανθρώπινος πόνος, ψυχικός και σωματικός, δεν έχει όρια ούτε μέτρα. Ξεκινά από τον πιο απλό πόνο και προχωρά στην στενοχώρια, την θλίψη, την κατάθλιψη, την απελπισία, την απόγνωση, την αυτοκτονία.
Τέρμα, ο θάνατος. Ο σωματικός πόνος, ξεκινά και αυτός από τον πιο απλό και προχωρά σε μεγαλύτερης εντάσεως πόνο, αναλόγως της προσβολής η του τραύματος.
Τότε όμως είναι που η ψυχή του ανθρώπου, η καρδία του, η βαθιά καρδιά φωνάζει αυθόρμητα: «Παναγία μου».
Όλοι μας μπορούμε να φέρουμε στην μνήμη μας αμέτρητες φορές, αμέτρητα γεγονότα που περάσαμε, όπου πάντοτε φωνάζαμε στην Παναγία.
Κι άλλος έκραζε «Υπεραγία Θεοτόκε σώσόν με», άλλος στέναζε κι έψαλλε την παράκληση: «Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία», ενώ ο απέναντι αντιφωνούσε: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε», κι εκείνος στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά κι απρόσμενα ο πειρασμός και τον έπνιγε πρόλαβε να πει: «Παναγία μου».
Αλλά και πάντες οι Άγιοι είχαν ως προστάτιδα, έφορο, κουροτρόφο, βοηθό, αντιλήπτορα, αρρωγό, μητέρα, τα πάντα, την Μητέρα του Θεού.
Γι᾽ αυτό άπαντες ομοθυμαδόν, αφού έλαβαν την επίσκεψη της Παναγίας μας και εγεύθηκαν τις ευλογίες και τις χάριτες και απόλαυσαν την γλυκείαν παραμυθίαν και έζησαν το θαύμα της παρουσίας Της, αναφωνούν: «Ο γλυκασμός της εμής ψυχής…».