Συνεορταζόταν τὸ πάλαι ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Καὶ στὶς δυὸ ἑορτὲς ὑπάρχει κοινὸ θέμα, κοινὸς σκοπός: Μιὰ πρωτόγνωρη θεοφάνεια. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Μὲ τὸν δικό της τρόπο ἡ καθεμιὰ ἀναδεικνύει τὸ ἀσύλληπτο μυστήριο, «τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός).
Δὲν ὑπῆρξε οὔτε θὰ ὑπάρξει πιὸ πρωτοφανές, πιὸ σπουδαῖο γεγονὸς ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, τὴν ἐνσάρκωση, τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴ συναναστροφή του μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Τί μεγαλύτερο θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἀπ’ τὸ νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος;
Φέτος οἱ δυὸ ἑορτὲς συναντῶνται ξανά. Ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν εἶναι ταυτόχρονα καὶ Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων. Ἀπὸ τὴ μιὰ ψάλλονται οἱ ὕμνοι τῆς Γέννησης, γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ (νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ νὰ κλείσει) ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων, ἀπὸ τὴν ἄλλη προαναγγέλλονται τὰ Θεοφάνεια.
Ὁ Πρόδρομος, κηρύσσοντας στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, «ὅπου ἐξεπορεύετο πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ’ αὐτοῦ», προέλεγε ὅτι πίσω του ἐρχόταν κάποιος πολὺ ἰσχυρότερός του. Τόσο μεγάλος, ποὺ αὐτός, ὁ Πρόδρομος, δὲν ἦταν ἄξιος οὔτε νὰ σκύψει γιὰ νὰ τοῦ λύσει τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων του.
Αὐτὸς ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς «βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
Ἦρθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν παλαιὸ κόσμο. Νὰ τὸν ἀναχωνεύσει μέσα στὸ «καταναλίσκον» τὴν ἁμαρτία «πῦρ» τῆς Θείας Χάριτος, νὰ φτιάξει ἀπὸ αὐτὸν ἕναν θαυμαστὸ καινούργιο κόσμο.
Ὄχι σὰν αὐτὸν ποὺ ὀνειρεύεται ὁ ἐπηρμένος ἀπ’ τὴν τεχνολογία του ἄνθρωπος τῆς νέας ἐποχῆς.
Ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ καινούργια κτίση, ἀναγεννημένη ἐκ τῶν ἔσω. Ἀνέτειλε ἐκ τῆς Παρθένου ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, γιὰ νὰ γίνει φῶς σὲ ἕναν κόσμο γεμάτο σκοτάδι. «Ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου».
Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε μέρος τοῦ δικοῦ του κόσμου, ἀφήνοντας τὸ ψέμα καὶ μετέχοντας στὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι γινόμαστε ἐκ τῶν ἔσω. Μὲ τὸν ἀδιάλειπτο ἀγώνα κατὰ τῆς ρίζας ὅλων τῶν παθῶν, τοῦ ἐπάρατου ἐγωκεντρισμοῦ.
Μετέχουν λοιπὸν στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μόνο ὅσοι νεκρώνουν τὴ σάρκα τους, τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο, μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Αὐτοὶ ἀποκαθηλώνουν τὸν ἑαυτό τους, βάζουν σὲ δεύτερο πλάνο τὶς δικές τους ἐπιδιώξεις, τὴ δική τους εὐχαρίστηση.
Σὲ πρῶτο ἔχουν πάντα τὸν συνάνθρωπο, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν πλησιέστερο, τὸν σύντροφό τους. Εἶναι οἱ ὄντως ταπεινοί. Ζοῦν γιὰ τὸν ἄλλον πρῶτα, μετὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Γίνονται «εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι», ἀλληλοσυγχωρούμενοι, ὅπως ὁ Θεὸς συγχωρεῖ ἐμᾶς διὰ τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 5, 24. Ἐφ. 4, 32).
Ἡ «καινὴ κτίσις», ὁ θαυμαστὸς καινούργιος κόσμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐδῶ. Εἴμαστε μέσα;