Κάποια ημέρα, που ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, τους είπε ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων το εξής διδακτικό περιστατικό:
—Όταν ήμουν στην Κύπρο, είχα στο εργαστήρι μου έναν υπηρέτη τόσο ηθικό, ώστε έζησε σε όλη του την ζωή παρθένος. Αυτός λοιπόν, μου είπε, ότι, στην Αφρική είχε ένα κύριο τελώνη, πολύ πλούσιο, που τον έλεγαν Πέτρο.
Αλλά ήταν και πολύ τσιγκούνης. Μία μέρα ήταν συγκεντρωμένοι οι φτωχοί της περιοχής και μακάριζαν εκείνους που τους βοηθούσαν, και καταριόταν τους άσπλογχνους μαζί με τους οποίους έβαζαν και τον αφέντη του, ο οποίος δεν είχε κάνει ποτέ, ούτε μία ελεημοσύνη.
Ένας όμως από εκείνους τους φτωχούς έβαλε στοίχημα με τους άλλους, ότι θα έκαμνε τον Πέτρο να του δώσει ελεημοσύνη. Πήγε, λοιπόν, ο φτωχός και κάθισε στην πόρτα του ο άρχοντος παρακαλώντας τον να τον ελεήσει.
Ο Πέτρος τον έβριζε να φύγει, αλλά εκείνη την στιγμή ήρθε ο φούρναρης, που του έφερνε το ψωμί του, και ο άρχοντας πάνω στο θυμό του, του έριξε εναντίον του ένα καρβέλι ψωμί. Το άρπαξε, λοιπόν, ο φτωχός και έφυγε τρέχοντας.
Μετά από δύο ημέρες ο Πέτρος αρρώστησε και είδε στον ύπνο του, ότι βρισκόταν μπροστά στο κριτήριο του Θεού. Στην πλάστιγγα βάρυναν τόσο πολύ οι αμαρτίες του, ώστε δεν υπήρχε ελπίδα να σωθεί.
Σε μια στιγμή όμως, παρουσιάστηκε κάποιος άγγελος και έβαλε στην ζυγαριά μια αγαθοεργία. Και ήταν αυτή το ψωμί, που είχε ρίξει στο φτωχό εκείνο.
Κατάλαβε, τότε, ο Πέτρος, πόσο μεγάλη ήταν η αξία της ελεημοσύνης και άρχισε να ελεεί οποίον είχε ανάγκη.
Τόσον ενάρετος και ελεήμων έγινε, ώστε μια μέρα που βρήκε ένα γυμνό ναυαγό του έδωσε το ακριβό επανωφόρι του για να ντυθεί. Ο άνθρωπος όμως εκείνος πούλησε το ρούχο και όταν το έμαθε ο Πέτρος άρχισε να κλαίει.
Παρουσιάστηκε όμως στον ύπνο του ένας άγγελος, ευχαριστώντας τον για το ρούχο, που του χάρισε. Τότε κατάλαβε ο Πέτρος τι σήμαινε το όνειρο που είδε στον ύπνο του.
Παρακάλεσε μάλιστα τον Κύριο να μην πεθάνει, προτού αξιωθεί να δώσει όλα τα υπάρχοντά του στο έργο της ελεημοσύνης. Κάλεσε κατόπιν ο Πέτρος τον επίτροπο της περιουσίας του και του είπε :
—Να αγοράσεις πολλή πραματεία, εμπόρευμα δηλαδή, να με πάρεις κι εμένα σαν δούλο και να με πουλήσεις στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τα χρήματα, που θα πάρεις, να τα μοιράσεις όλα στους φτωχούς.
Μη μπορώντας ο επίτροπος να κάνει διαφορετικά, τον πούλησε σε κάποιο χρυσοχόο Ζωΐλο ονόματι. Υποσχέθηκε όμως με όρκο, ότι δεν θα έλεγε σε κανέναν τίποτε.
Έμεινε λοιπόν ο Πέτρος δούλος. Δούλευε σκληρά, σαν δούλος που ήταν, στο σπίτι του Ζωΐλου και υπόμενε τους εμπαιγμούς των άλλων δούλων.
Ο Ζωΐλος θέλησε κάποτε να τον ελευθερώσει, επειδή έμεινε ευχαριστημένος απ’ την συμπεριφορά του δούλου του. Μετά από λίγο καιρό ήλθαν έμποροι στα Ιεροσόλυμα και τους φιλοξένησε ο Ζωΐλος.
Αυτοί όμως αναγνώρισαν τον Πέτρο και είπαν του Ζωΐλου περί τίνος επρόκειτο.
Ο Πέτρος τότε έφυγε και στην πόρτα που πήγε να βγει, καθόταν ένας κωφάλαλος. Τον παρεκάλεσε να του, ανοίξει. Μόλις όμως του άνοιξε μια φλόγα βγήκε από το στόμα του Πέτρου και ο κωφάλαλος υπηρέτης έγινε καλά.
Τότε όλοι κατάλαβαν, ότι ο Πέτρος ήταν άγιος άνθρωπος, και έτρεξαν να τον προφτάσουν. Ο Πέτρος όμως είχε εξαφανιστεί.