Και όταν καθίσεις καθώς πέφτει το βράδυ, και κοιτάξεις γύρω σου τους τόνους του φωτός να γλιστρούν πάνω στις καμινάδες νεραϊδών και στα πετροκομμένα μοναστήρια, έχεις την εντύπωση πως το τοπίο ολόκληρο πιάνει ένα ακίνητο χορό και στο νου έρχονται οι στίχοι του Σεφέρη που ταξίδεψε έζησε και εντυπωσιάστηκε από την περιoχή :
«…Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι” αυτός ένας ειρμός σκέψης ένας τρόπος
ν” αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι και από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν” ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτειά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία,το κρατίδιο
της Κομαγηνής που “σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου
σαν κατάντησε κι” αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις δε μπορείς.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε
σαν το πεύκο, και τον βλέπεις…
Ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν…
… Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά…»