Είναι πρωί και δίνω υπόσχεση στο Θεό,
τίποτα σκοτεινό ούτε να πράξω ούτε να επικροτήσω,
μα όσο μπορώ καλύτερα θα σου αφιερώσω τη μέρα,
μένοντας ακλόνητος και κυριαρχόντας στα πάθη μου.
Ντρέπομαι τα γηρατειά, αν είμαι κακός,
και την τράπεζα που εγώ είμαι παραστάτης της.
Πόθος μου είναι αυτά, Χριστέ μου. Σύ ευόδωσε τα.
***
Ὄρθρος δίδωμι τῶι Θεῶι μου δεξιὰς,
Μηδὲν σκοτῶδες ἢ δράσειν ἢ αἰνέσειν,
Ἀλλ᾽ ὡς μάλιστά σοι θύσειν τὴν ἡμέραν,
Μένων ἄσειστος, καὶ παθῶν αὐτοκράτωρ.
Αἰσχύνομαι τὸ γῆρας, ἂν κάκιστος ὦ,
Καὶ τὴν τράπεζαν ἧς παραστάτης ἐγώ.
Ὁρμὴ μὲν αὕτη, Χριστέ μου· σὺ δ᾽ εὐόδου.