Ἔχουμε ποτέ διερωτηθεῖ, γιατί ὁ λαϊκός, πού εἰσέρχεται στό «Ἱερό», δέν ἐπιτρέπεται νά περάσει μπροστά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα; Γιατί δηλ. ἐπιτρέπεται νά περάσει ἀπό «πίσω» ἤ ἀπό ἀριστερά ἀπό δεξιά;
Τί ἀλλάζει ὡς πρός τήν ἱερότητα τῆς Ἁγίας Τραπέζης; Θά τό καταλάβουμε ἀπό τά ἀκόλουθα.
Στό προαύλιο τοῦ νομικοῦ Ναοῦ ὑπῆρχε τό «θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων», ὅπου θυσίαζαν ζῶα. ‘
Ο Κύριος ἀπαγόρευσε τούς ὑπηρέτες τοῦ Μωυσῆ, νά τό πλησιάζουν. Παράβαση ἐντολῆς Του σήμαινε θάνατο καί γιά τόν Μωυσῆ, ὡς φύλακα τοῦ θυσιαστηρίου, καί γιά τούς ὑπηρέτες του! (Ἀριθμ. 18: 3). («Ὁ Θεός δέν ἀστειεύεται»).
Καί ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό τό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυμάτων! Ἄλλο: Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖτες «διέσχιζαν» τόν Ἰορδάνη ποταμό, μέ τήν Κιβωτό, ὁ λαός, κατ’ἐντολή Θεοῦ, στεκόταν μακρυά ἀπό τήν Κιβωτό ἕνα περίπου χιλιόμετρο! (Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ 3: 4). Ἡ δέ Ἁγία Τράπεζα εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης!
Καί ἄρα ὁ λόγος πού ὁ λαϊκός δέν ἐπιτρέπεται νά περάσει μπροστά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, εἶναι, ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος, περνώντας μπροστά της, ( ἰδιαίτερα ἄν ὁ «διαδρομος» εἶναι στενός) νά τήν πλησιάσει ἤ καί νά τήν ἀγγίξει.
Δηλαδή, θά πρέπει νά περνᾶ ὅσο πιό μακρυά μπορεῖ, σάν νά βλέπει μπροστά του φωτιά καί νά φεύγει μακρυά…! Καί ὅταν περνᾶ κοντά ἤ καί ἀγγίζει τήν Ἁγία Τράπεζα, τί γίνεται; Ἁμαρτάνει καί ὁ ἴδιος, καί ὁ Ἱερέας πού τόν βλέπει, καί δέν τόν νουθετεῖ (Ἀριθμ. 18: 3). Ἡ Ἁγία Τράπεζα δέν εἶναι τραπέζι!
Ὅταν ὁ Κύριος ἔδιωξε (γιά δεύτερη φορά) τούς ἐμπόρους ἀπό τό προαύλιο τοῦ Ναοῦ, μεταξύ τῶν ἄλλων, «δέν ἄφηνε νά μεταφέρει κανείς διά μέσου τοῦ προαυλίου (!) κανένα πρᾶγμα!» (Μκ. 11:16).
Σκεφθεῖτε πόσο ἁμαρτάνουμε, ὅταν μεταφέρουμε διάφορα πράγματα (ἄσχετα μέ τόν Ναό), διασχίζοντας τόν Ναό! Καί πόσο, ὅταν τά εἰσάγουμε στό «Ἱερό», περνώντας πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἤ ἀκόμα θέτοντάς τα πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα! «Θεέ μου!
Πῶς κατάντησε τό Θυσιαστήριό Σου!», ἀναβόησε πρός τόν Κύριο ἕνας ἐρημίτης, ὅταν εἶδε ἕνα θηρίο νά κοιμᾶται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. «Καλύτερα τό θηρίο αὐτό, παρά τό ἄλλο» (=τόν Ἱερέα…!)», τοῦ ἀπάντησε ὁ Θεός.
Στά «Ἅγια τῶν Ἁγίων» εἰσήρχετο ὁ Ἀρχιερέας μιά φορά τό χρόνο, γιά νά προσφέρει θυσία γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ (Λευ. 16: 1-13, 34). Δηλαδή, δέν εἰσήρχετο ὅποτε ἤθελε, «ἐπί πᾶσαν ὥραν» (Λευ. 16:2), ἀλλά μόνο πρός ἱεροτελεστία. Παράβαση ἐντολῆς, σήμαινε θάνατος (Λευ. 16:2).
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανικό Ναό. Ὁ Ἀρχιερέας (ἤ ὁ Ἱερέας) δέν μπορεῖ νά εἰσέρχεται στό «Ἱερό» «ἀνά πᾶσαν ὥραν», ὁπότε δηλαδή θελήσει, παρά μόνο γιά Θ. Λειτουργία!
Οἱ Ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, ὅταν εἶναι λιτές, τελοῦνται ἔξω ἀπό τό «Ἱερό», ἐνώπιον (τῆς κλειστῆς) Ὡραίας Πύλης. Ἀκόμα καί ὁ «καιρός» πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή Λειτουργία «παίρνεται» ἔξω ἀπό τό «Ἱερό».
Δηλαδή τό «Ἱερό» εἶναι ἐν μέρει «ἄβατο» καί γιά τόν Ἱερέα! Πόσο μᾶλλον γιά τόν λαϊκό…! Ἡ Ἁγία Ἕκτη (Πενθέκτη) Οἰκουμενική Σύνοδο εἶναι ξεκάθαρη: «Μή ἐξέστω τινι τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου» (Κανόνας ΞΘ).
Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλά ὅτι οἱ λαϊκοί μπαίνουν στό «Ἱερό», ἀλλά εἰσέρχονται μέ φοβερή ἄνεση, λές καί εἰσέρχονται στή κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ τους! Τό χειρότερο; Τό ρίχνουν (ἐν ὥρᾳ λατρείας!) στό κουβεντολόι…! (Ἄς ἀφήσουμε τό «μπάχαλο» μέ τά κινητά…!).
Τό ἀκόμα χειρότερο; Κανένας ἀπό τούς ἀπευθύνους δέν τούς ἐπισημαίνει τό αὐτονόητο: «Ἡσυχία! Ἐδῶ εἶναι Ἱερό!». Γιατί ἄραγε;
«Γιά νά καταλάβεις (λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι αὐτό (=συζήτηση ἐν ὥρᾳ λατρείας) σκέψου τό ἑξῆς: Τολμᾶς, ὅταν συζητᾶς μέ κάποιον ἄρχοντα, νά διακόψεις τή συζήτηση, καί νά ἀρχίσεις νά συζητᾶς μέ τόν δοῦλο του;
Πῶς, λοιπόν, τολμᾶς καί ἀφήνεις τόν Θεό στήν ἄκρη, καί συζητᾶς μέ ἀνθρώπους;» (Ὁμιλία Κ΄εἰς Ἀδριάντας P.G. 49,200).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔφθασε στό σημεῖο νά εἰπεῖ, πώς ὅσοι συζητοῦν ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας, θά πρέπει νά ἀποδιώχνονται ἀπό τό Ναό ὡς ἐπικίνδυνοι, ὡς διεφθαρμένοι, «ὡς λυμεῶνας, ὡς φθορέας, ὡς ἐξώλεις καί διεφθαρμένους καί μυρίων γέμοντας κακῶν» (Ὁμιλία ΙΔ΄εἰς Πράξεις. P.G. 60, 190).
Ὑπερβολή; Καί πῶς θά πρέπει νά χαρακτηρίζονται, ὅσοι δέν σέβονται τόν πιό ἱερό χῶρο πάνω στήν γῆ, καί προπαντός τό πιό φρικτό Μυστήριο; Πῶς;
Ἄν ἰσχύει «νά φοβᾶσαι τόν ἄνθρωπο, πού δέν φοβᾶται τόν Θεό», ἰσχύει καί τό «νά φοβᾶσαι τόν ἄνθρωπο, πού δέν φοβᾶται-σέβεται τά Ἅγια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι ἱκανός γιά ὅλα…!