Τό περιστατικό διαδραματίζεται σέ τόπο ἐπαρχιακό ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι περισσότερο ἐπώνυμοι ἀπ΄ ὅτι στίς μεγάλες πολιτεῖες ἀλλά καί συνδέονται μέ σχέσεις συγγένειας συνήθως ἔστω καί μακρυνές.
–Γειά σου Θεία, εἶσαι καλά; Τί κάνει ὁ Θεῖος; (Ὁ Θεῖος γέρων, μέ προβλήματα ὑγείας πού τόν κρατοῦν κλεισμένο στό σπίτι χρόνια τώρα).
–Τί νά κάνει, κλεισμένος στό σπίτι κι ἐκεῖνος καί ἐγώ.
–Δέν πειράζει Θεία, ἔχει ὁ Θεός!
Καί ἡ ἀπάντηση ἄμεση, συγκλονιστική!
–Τί Θεός εἶναι αὐτός, πού μέ κρατάει ἐμένα ἐδῶ μέσα;
Σαστίζεις. Τί μπορεῖς νά ἀπαντήσεις; Τό παράπονο τοῦ ἀνθρώπου σέ ἀφοπλίζει. Ἄραγε τί Θεός εἶναι Αὐτός; Γιατί δέν τόν «παίρνει» τόν γέροντα; Γιατί ἐπιτρέπει νά μένει ἀσθενής; Γιατί νά ταλαιπωροῦνται οἱ οἰκεῖοι του;
Τό σκέφτεσαι καλύτερα. Θυμᾶσαι καί τόν παππού σου στά στερνά του. Παρ’ ὅτι 85ετής καί ἀσθενής ἔλεγε στό γαμπρό του: «Εἶναι γλυκειά ἡ ζωή Δημάκη!». Ἀλλά μήπως δέν ἔχει καί ὁ γέροντας ψυχή; Δέν ἔχει ὁ ἄρρωστος; Δέν ἔχει ὁ ἀνάπηρος; Μήπως δέν μιλάει καί ἐκεῖνος στό Θεό;
Νά πού εἶναι τόσο ἁπλό. Αὐτός ὁ Θεός, εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, ὁ δικός σου ἀλλά καί ὁ δικός του. Εἶναι ὁ Θεός πού ἐκτός ἀπό ἐσένα νοιάζεται καί γιά τούς ἄλλους!
Πού ἐκτός ἀπό ἐσένα νοιάζεται γιά τόν ἀνήμπορο συζυγό σου, γιά τό ἀνάπηρο παιδί σου, γιά τόν κατάκοιτο πατέρα σου, γιά τόν πάσχοντα συνάνθρωπό σου, αὐτόν πού θέλει καί δικαιοῦται νά ζήσει καί ἐκεῖνος.
Εἶναι ὁ Θεός τοῦ νέου ἀνδρός, πού δεκαετρία χρόνια τώρα βρίσκεται σέ κῶμα, νοσηλευόμενος σέ ἕνα ἀπό τά Νοσοκομεῖα τῶν Ἀθηνῶν, μετά ἀπό τόν τραυματισμό του σέ τροχαῖο ἀτύχημα καί ἀντιστέκεται στό μοιραῖο χάρη στήν ἀδιάκοπη φροντίδα τῶν γονιῶν καί τῶν δύο γυναικῶν ἀδελφῶν τοῦ πατέρα του πού ἀγόγγυστα σηκώνουν τό βαρύ φορτίο καί μοιράζονται τό 24ωρο.
Δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια καί ἐπιμένουν νά ἐλπίζουν ὅτι ὁ Θεός, θά ἀνταποκριθεῖ καί στόν κόπο τους καί θά τόν κάνει καλά.
Γιατί προφανῶς νοιώθουν ὅτι ὁ δικός τους Θεός, Αὐτός πού τούς ἐπιβάλλει τό χρέος, εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, Αὐτός μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ τό παιδί τους, καί Τοῦ ζητᾶ νά μήν σταματήσει ἡ φροντίδα πού τόν κρατᾶ στή ζωή!
Εἶναι Αὐτός ὁ Θεός πού στέλνει ἐκείνους πού φροντίζουν γιά τούς φυλακισμένους, Αὐτός πού ὁδηγεῖ στά Νοσοκομεῖα τίς ἁπλές γυναῖκες πού παραστέκονται σέ ἀγνώστους ἀσθενεῖς, πού δέν ἔχουν κάποιον νά τούς φροντίσει, εἶναι Αὐτός πού φώτιζε τήν σπουδαία ἐκείνη Βολιώτισσα πού μεριμνοῦσε γιά τίς κηδεῖες καί τά μνημόσυνα ὅσων φτωχῶν συμπολιτῶν της πέθαιναν χωρίς νά ἔχουν κάποιον νά τούς συνοδεύσει στό ξόδι τους.
Εἶναι ὁ ἴδιος Θεός πού μέ τή σκέψη καί μόνον ὅτι ὑπάρχει, τό νεαρό ζευγάρι ἀποφασίζει νά μήν διακόψει τήν κύηση, παρ’ ὅτι μαθαίνει ὅτι τό παιδί πού κυοφορεῖται δέν θά εἶναι ἀπολύτως ὑγιές, εἶναι Αὐτός πού μιλᾶ στήν καρδιά τοῦ πατέρα πού ἀκαριαία ἀπαντᾶ «Ναί», στήν ἐρώτηση πού δέχεται ἀπό τόν μαιευτήρα γιατρό, ἐν ὅσω ἀκόμη διαρκεῖ ὁ τοκετός, «τό κρατᾶμε τό παιδί;», τό δεύτερο τῆς πρόωρης δίδυμης κύησης, πού ἦρθε στή ζωή καί διαπιστώνεται ὅτι δέν θά εἶναι ὅσο ὑγιές εἶναι αὐτό πού γεννήθηκε πρῶτο.
Εἶναι Αὐτός ὁ Θεός λοιπόν πού δίνει τό δικαίωμα τῆς ζωῆς σέ ὅλους, ἀκόμη καί σ΄ αὐτούς πού δέν ἔχουν μιλιά ἤ καί σ΄ αὐτούς πού δέν ἔχουν κάποιον νά τούς ἀκούσει. Πόσο παράξενο!
Νά λοιπόν τί Θεός εἶναι Αὐτός. «Εἶναι Αὐτός πού νοιάζεται καί γιά σένα τό κουμάσι». Ἔτσι ἀπάντησε ὁ Σωκράτης (κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ) στήν ἐρώτηση τοῦ μαθητῆ τοῦ Ἀλκιβιάδη, γιά τό ποιός ἦταν ἐκεῖνος ὁ Θεός, γιά τόν ὁποῖον αὐτός μιλοῦσε στούς μαθητές του.
Εἶναι Αὐτός ὁ Θεός πού ἔχει γιά ὅλους, γιά πλούσιους καί γιά πένητες, γιά ὑγιεῖς καί γιά ἀσθενεῖς, γιά Ἁγίους καί γιά ἁμαρτωλούς. Γιατί ὁ Ἴδιος μέ τούς λόγους του εἶπε ὅτι, Αὐτός εἶναι πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους.
Καί δεῖτε καί τό παράξενο! Εἶναι αὐτός ὁ Θεός πού δέν θέλει νά τά καταφέρνει ὅλα μόνος Του, ἀλλά θέλει νά μοιράζεται τά κατορθώματά Του μαζί μας. Μᾶς θέλει συνεργάτες συναυτουργούς. Καί μάλιστα δέν μᾶς τό ἐπιβάλλει, μᾶς ρωτᾶ. Θέλει νά μοιράζεται μαζί μας τή χαρά τῆς δωρεᾶς, τήν ὀμορφιά τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης.
Φαντάζεσθε ὅμως πῶς θά ἦταν ὁ Κόσμος ἄν δέν ἐνεργοῦσε ἔτσι ὁ Θεός; Σήμερα πού οἱ ἄνθρωποι παρακινοῦνται νά ἔχουν ὡς ἐμβληματικό ρητό στή ζωή τους τό «Ζεῖς μόνο μιά φορά». (YOLO-You Only Live Once);
Φαντάζεσθε ποιά θά ἦταν ἡ τύχη τῶν γερόντων, τῶν ἀσθενούντων, τῶν πτωχῶν, ἀλλά καί τῶν ὑπολοίπων τῶν δυνατῶν, οἱ ὁποῖοι θά ζοῦσαν μιά ζωή γεμάτη καχυποψία καί ἀγωνία, μέ τή σκέψη καί μόνο ὅτι καί αὐτοί θά μποροῦσαν κάποια στιγμή νά περιέλθουν στή θέση αὐτή;
Καί νά ἦταν μόνο αὐτό! Αὐτός ὁ Θεός, ἔτσι ὅπως τά κανονίζει δέν μᾶς δίνει μόνο τή χαρά τῆς προσφορᾶς. Μᾶς δίνει καί τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας, διότι ὅπως πατερικῶς ἔχει λεχθεῖ, «οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μή διά τοῦ πλησίον». Καί «τίς ἐστί ὁ πλησίον»; «Ὁ ποιήσας τό ἔλεος μέτ΄ αὐτοῦ»!
Δημήτριος Κοσκινιώτης