[Διήγηση του μακαριστού Μητροπολίτη Κινσάσας κ. Νικηφόρου]:

Είχαμε πανηγύρι στο Κελλί, δεν ήταν η πανήγυρη των Αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους, και είχα το διακόνημα του τραπεζάρη και ετοίμασα την τράπεζα.

Κάποια στιγμή βλέπω, ότι όλα τα ψωμιά τα οποία υπήρχαν ήταν μόνο τρία. Τότε δεν είχα προβλέψει ότι έπρεπε νά ’χουμε περισσότερα ψωμιά. Ήταν δικό μου φταίξιμο, δεν είχα ενημερώσει τον Γέροντα ότι είναι λίγα τα ψωμιά και πώς θα βγάλουμε την πανήγυρη; Τότε μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας. Τώρα τί θα κάνουμε;

Ο κόσμος μαζευόταν, τα ψωμιά σε καμμιά περίπτωση δεν θα έφταναν. Πήγα αρκετά τρομαγμένος στον Γέροντα [τον γνωστό Υμνογράφο, π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη] και του λέω:

-Ευλόγησον, Γέροντα, δεν προέβλεψα, μόνο τρία ψωμιά έχουν μείνει, τί θα κάνουμε;

Να ζυμώσουνε δεν γινόταν, από τη Δάφνη δεν ερχόταν κανένας εκείνη την ώρα να μας φέρει ψωμιά. Έτσι θα μέναμε χωρίς ψωμιά και ο κόσμος μαζευότανε.

Εκείνος όμως με χτύπησε στην πλάτη και με ήρεμο ύφος μου είπε:

– Πήγαινε παιδί μου και συνέχισε το διακόνημά σου. Θα φροντίσει ο Θεός και οι Άγιοί μας.

Έφυγα, συνέχισα το διακόνημα, ξεχάστηκα εκεί κόβοντας ψωμί, χωρίς πλέον να υπολογίζω.

Αφού τελείωσε η πανήγυρη, βλέπω εκεί που είχα τα ψωμιά, ότι είχαν περισσέψει τρία ψωμιά και είχαν φάει πολύ, γιατί ήταν αρκετός ο κόσμος σε ’κείνη την πανήγυρη.

Από την έκδοση «Σύγχρονες Οσιακές Μορφές»,
έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, 2017.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ