Το θαβώριο φως της Ορθοδοξίας.

Η ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι οὐσιαστικὰ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θαύματος, ποὺ ἔλαβε χώρα πάνω στὸ Θαβώρ, ἀποτέλεσε ἀντικείμενο βαθιᾶς μελέτης ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
 
Τὸ κεντρικὸ δὲ στοιχεῖο αὐτῆς τῆς μελέτης ἦταν τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς ποὺ ἔλαμψε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας.
 
Οἱ τρεῖς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἦταν παρόντες στὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεώς Του, εἶδαν τὸ πρόσωπό Του νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἐνδύματά Του νὰ γίνονται ὁλόλευκα σὰν τὸ φῶς.
 
Τί ἦταν αὐτὸ τὸ φῶς; Ὅλοι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι δὲν ἦταν φυσικὸ φῶς σὰν αὐτὸ τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων.
 
Δὲν ἦταν κτιστό. Δὲν προερχόταν δηλαδὴ ἀπὸ κάποιο κτίσμα. Ἦταν θεϊκὸ φῶς. Ἀπαύγασμα τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ ὀνομάζουν ἄκτιστο φῶς. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ προερχόταν ἀπὸ τὴ θεία φύση τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἀδημιούργητη, ἄκτιστη.
 
Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ εἶδαν πάνω στὸ Θαβὼρ οἱ τρεῖς μαθητὲς ἦταν ἡ ἴδια ἡ δόξα τῆς θεότητος, ἡ λαμπρότητα τὴν ὁποία ἀκτινοβολεῖ ἡ θεία φύση.
 
Τὶς λίγες ἐκεῖνες στιγμὲς βρέθηκαν μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο βρίσκονται διαρκῶς οἱ ἄγγελοι, γι’ αὐτὸ καὶ ξεσποῦν ἀσταμάτητα σὲ δοξολογία ψάλλοντας «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου». Βρέθηκαν στὸ φῶς μέσα στὸ ὁποῖο ἀγάλλονται οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.
 
Βρέθηκαν μέσα στὸ φῶς γιὰ τὸ ὁποῖο λέει ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ποὺ ἀσκήτευε κοντὰ στὴν Πάφο τῆς Κύπρου, ὅτι αὐτὸ «τὸ ἄκτιστο φῶς βεβαίωσε καὶ σφράγισε τὰ θεῖα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Πῶς ὅμως τὰ βεβαίωσε καὶ τὰ σφράγισε;
 
Αὐτὸ ἔγινε τὸν 14ο αἰώνα, τότε ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἦρθε σὲ κατὰ μέτωπον ἀντιπαράθεση μὲ τὴ διεστραμμένη θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Τὴν αἱρετικὴ ἀντίληψη τῆς δυτικῆς θεολογίας τότε τὴν ἐκπροσωποῦσε ἕνας παράξενος μοναχὸς ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας, ὁ Βαρλαάμ.
 
Κεντρικὸς πυρήνας αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς τοποθετήσεως ἦταν ἡ ἰδέα ὅτι τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἦταν κτιστὸ φῶς, σὰν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δὲν ἦταν ἄκτιστη ἀκτινοβολία τῆς θείας φύσεως τοῦ Κυρίου.
 
Κατ’ ἐπέκτασιν ὁ Βαρλαὰμ δὲν δεχόταν ὅτι ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στοὺς ἁγίους μέσα σὲ ἄκτιστο θεϊκὸ φῶς. Τὶς ἐλλάμψεις δὲ τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τὶς ἑρμήνευε ὡς ἁπλὸ διανοητικὸ φωτισμό, σὰν αὐτὸ ποὺ λέμε κάποτε: «φωτίστηκε ὁ νοῦς μου καὶ κατάλαβα…».
 
Τὴν αἵρεση αὐτὴ τὴν ἀντιμετώπισε τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τιτάνια μορφὴ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μας. Ἡ δὲ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου κατοχυρώθηκε ἀπὸ μεγάλες Συνόδους τῆς ἐποχῆς.
 
Ἡ αἵρεση σ᾿ αὐτὲς τὶς Συνόδους καταδικάστηκε, ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος ἀναγνωρίστηκε μεγάλος διδάσκαλος τῆς θεολογίας καὶ πρὸς τιμήν του ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀμέσως μετὰ καὶ σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
 
Ἀπὸ τότε ἡ φύση τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως – κτιστὸ ἢ ἄκτιστο, ἐγκόσμιο ἢ θεϊκό – ἀποτελεῖ καίριο στοιχεῖο διαφορᾶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀπὸ τὴ δυτικὴ θεολογία.
 
Ἔτσι μεταξὺ ἐκείνων – τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν – καὶ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων «χάσμα μέγα ἐστήρικται». Μᾶς χωρίζει ἄβυσσος, τὴν ὁποία κανένας θεολογικὸς διάλογος, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θορυβωδῶς διεξάγονται στοὺς καιρούς μας, δὲν κατόρθωσε νὰ γεφυρώσει. Οὔτε κὰν μάλιστα τὸ ἐπιχείρησε, δὲν ἀποτολμήθηκε κὰν νὰ συμπεριληφθεῖ στὰ πρὸς συζήτηση θέματα.
 
Κι ὅμως εἶναι θέμα βασικότατο καὶ ὑψώνεται καὶ θὰ ὑψώνεται ὡς ἀδιαπέραστο χαλύβδινο τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴ δυτικὴ πλάνη. Καὶ βέβαια χωρὶς ἀποδοχὴ καὶ τῆς βασικότατης αὐτῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, εἶναι μάταιο νὰ περιμένουν κάποιοι ὁποιουδήποτε εἴδους ἕνωση μαζί τους.
 
Πέρα ὅμως ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους εἶναι σημαντικὸ νὰ δοῦμε τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς μεγάλης ἀλήθειας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ καθενός μας.
 
Λοιπὸν ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ φῶς δὲν ὑπῆρξε προνόμιο μόνο τῶν τρι ῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ μόνο σὲ κείνη τὴν περίσταση. Ἀργότερα καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς καὶ πλῆθος Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγιναν μέτοχοι τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός· τοὺς ἐμφανίστηκε δηλαδὴ ὁ ἐν Τριάδι Θεός μας ὡς φῶς.
 
Εἶναι τὸ ἴδιο φῶς ποὺ θὰ πλημμυρίζει τοὺς λυτρωμένους πιστοὺς στὴ θεία Βασιλεία. Κι ὄχι μόνο θὰ τοὺς πλημμυρίζει ἐξωτερικά, ἀλλὰ θὰ τὸ ἀκτινοβολοῦν καὶ οἱ ἴδιοι, ὅπως τὸ βεβαίωσε ὁ Κύριος λέγοντας ὅτι «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ΄ 43).
 
Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση τῆς θεώσεως, γιὰ τὴν ὁποία κάνουν τόσο λόγο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Κατάσταση ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ὑπέρτατο καὶ τελικὸ νόημα τῆς ζωῆς μας.
 
Τὸ ἄκτιστο θεϊκὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι τὸ φῶς ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ πλημμυρίσει καὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, ἐφόσον βέβαια ἀγωνιστοῦμε, ὅσο βρισκόμαστε στὴ ζωή, νὰ καθαρίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ μετάνοια, ὥστε νὰ γινόμαστε δεκτικοὶ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
 
Αὐτῆς ποὺ θὰ ἀκτινοβολήσει μέσα καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας ἀναστημένο σῶμα ὡς ὑπέρλαμπρο φῶς στὴν εὐλογημένη Βασιλεία τῆς τρισηλίου θεότητος.
 
Ο ΣΩΤΗΡ, 1 καὶ 15 Αὐγούστου 2013

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ