Η Εκλογή των Αποστόλων. «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4,20)

Ἡ ἑβδομάδα ποὺ μᾶς πέρασε καὶ ἡ ἑβδομάδα ποὺ μᾶς ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, ἕως τὶς 29 τοῦ μηνός, ὅλο αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῶν ἁγίων Πάντων καὶ φτάνει μέχρι τὶς 29 τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, εἶνε περίοδος νηστείας. Εἶνε ἡ νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Εἶνε μία εὔκολη νηστεία, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὴν κάνουμε.
 
Νηστεία κάνουν στὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ ἀσκηταί. Οὔτε κρέας καὶ οὔτε ψάρι δὲν τρῶνε· τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Μέσα στὶς τρύπες καὶ μέσα στὶς σπηλιὲς μένουν. Αὐτοί κάνουν νηστεία. Ἡ νηστεία αὐτὴ τῶν Ἀποστόλων εἶνε πολὺ εὔκολη, διότι τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς νηστείας ἐπιτρέπεται νὰ φᾷς ψάρι, τὸ κρέας μόνο ἀπαγορεύεται. Δὲν ξέρω ἐσεῖς ἂν τὴν τηρῆτε.
 
Ἐκτὸς τῆς νηστείας αὐτῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουμε καὶ ἄλλες νηστεῖες. Ἡ πιὸ αὐστηρὰ νηστεία, ποὺ εἶνε ζυμωμένη μὲ δάκρυα, εἶνε τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὅποιος δὲν κλαίει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε κτῆνος, χαϊβάνι εἶνε, γιατὶ ὅλη ἡ γῆ κλαίει σαράντα μέρες μὲ τὸ Χριστό προτοῦ νὰ σταυρωθῇ. Μετὰ τὴ νηστεία τῶν Ἀποστόλων ἔχουμε τὴ νηστεία του Δεκαπενταυγούστου· δεκαπέντε μέρες νηστεύουμε πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ μετὰ εἶνε ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Ἡ πιὸ ἐλαφρὰ νηστεία τοῦ ἔτους εἶνε ἡ νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
 
Εὑρισκόμεθα λοιπὸν στὴ νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ ἡ νηστεία αὐτὴ ἐθεσπίσθη γιὰ νὰ προετοιμάσῃ τοὺς Χριστιανοὺς ψυχικῶς νὰ ἑορτάσουν τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἀποστόλων. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε σχετικὸ μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. [ἡ Κυριακὴ αὐτή, ἡ Β΄ τοῦ Ματθαίου, πίπτει κατὰ κανόνα μέσα στὴ νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Θὰ σᾶς ὁμιλήσω ἁπλᾶ, ὅπως πάντα, γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι.

 
 
Τί λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο; Ὅπως σᾶς εἶπα, εἶνε σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων.

Εἶνε κανένας «χατζῆς» ἀπὸ τὸ χωριό σας; Ὅποιος ἔχει πάει κάτω στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ στὸ Γολγοθᾶ, ξέρει, ὅτι ὑπάρχει μία λίμνη σὰν τῆς Μεγάλης Πρέσπας, μία λίμνη ποὺ ἔχει νερὰ καθαρά, μία λίμνη ποὺ εἶνε γεμάτη ψάρια, μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες λίμνες ποὺ ἔχει ὁλόκληρος ἡ Γῆ. Καὶ αὐτὴ τὴ λίμνη ὀνομάζει τὸ Εὐαγγέλιο «θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 4,18) ἢ «τῆς Τιβεριάδος» (Ἰωάν. 6,1· 21,1)· ἐπειδὴ εἶνε πολὺ μεγάλη, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἄραβες τὴ λένε «θάλασσα». Σ᾿ αὐτὴ λοιπὸν τὴ θάλασσα πέφτουν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Ξεχειλίζει ὁ Ἰορδάνης καὶ φεύγουν τὰ νερά του γοργὰ – γοργὰ στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ τρέχοντας τὰ ῥεύματά του πέφτουν σὲ μία ἄλλη λίμνη ποὺ εἶνε πολὺ κάτω, στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ἀλλὰ ὅσο ὡραία εἶνε ἡ μία λίμνη, τόσο ἄσχημη καὶ κατηραμένη εἶνε ἡ ἄλλη. Ἡ μία εἶνε γεμάτη ψάρια· ἡ ἄλλη ―ὦ Θεέ μου Θεέ μου― εἶνε κόλασι, μαῦρα πίσσα τὰ νερά της. Τί ἦταν πρῶτα ἐκεῖ;
 
Διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο, ἢ εἶνε κολλημένο τὸ αὐτάκι σας στὸ ῥαδιόφωνο γιὰ ν᾿ ἀκοῦτε τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, καὶ τὰ ματάκια σας εἶνε κολλημένα στὸ κουτὶ τοῦ δια᾿όλου γιὰ νὰ βλέπετε ὅλη νύχτα τὰ διάφορα πράγματα τοῦ κόσμου; Ἀλλοίμονό μας, ἀλλοίμονό μας! Μᾶς ἔδωσε μάτια ὁ Θεός, γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ λέμε Δόξα σοι, ὁ Θεός· μᾶς ἔδωσε αὐτιά, γιὰ ν᾿ ἀκοῦμε τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ μας· κ᾿ ἐμεῖς ἀλλοῦ ἔχουμε κολλημένα τ᾿ αὐτιὰ καὶ τὰ μάτια μας.
 
Λοιπὸν λέγαμε γιὰ τὴν εὐλογημένη λίμνη τῆς Τιβεριάδος, ποὺ μιλᾷ σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ γιὰ τὴν ἄλλη παρακάτω τὴ Νεκρὰ Θάλασσα, ποὺ εἶνε κατηραμένη καὶ βρίσκεται 80 – 90 χιλιόμετρα παρακάτω. Τί ἦταν πρῶτα ἐκεῖ; Ἦταν ἕνας κάμπος καὶ εἶχε στὸν κάμπο σπίτια, παλάτια, μέγαρα, πλατεῖες, δρόμους, πάρκα. Καὶ ἤτανε εὐτυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικούσανε. Ἀλλὰ δὲν ἐσέβοντο τὸ Θεό, καὶ κάνανε τοῦ κόσμου τὶς ἁμαρτίες· πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀκαρθασίες… Σὰν τὰ ζῷα ζούσανε. Στὸ ναό τους δὲν πηγαίνανε. Μόνο δουλειὰ καὶ λεφτὰ κοιτοῦσαν. Εἶχαν κάμπο μεγάλο μὲ σιτηρά, μὲ ἀμπέλια, μὲ δέντρα σπουδαῖα, καὶ γέμιζαν τ᾿ ἀμπάρια τους ἀπὸ σιτάρια, καλαμπόκια καὶ λάδι. Εχανε καὶ ὅλους τοὺς σπουδαίους καρπούς.
 
Μιὰ μέρα ὅμως ―ὤ μιὰ μέρα, ποὺ θά ᾿ρθῇ καὶ σ᾿ ἐμᾶς―, μιὰ μέρα ποὺ κάθονταν διπλαπόδι στὴν πλατεῖα καὶ γελούσανε καὶ λέγανε αἰσχρὰ πράγματα· μιὰ μέρα ποὺ ὁ ἄλλος γέμιζε τὸ ἀμπάρι του· μιὰ μέρα ποὺ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι χορεύανε· μιὰ μέρα ποὺ γινότανε γάμος ―Θεέ μου Θεέ μου!―, γέμισε πάνω ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα. Καὶ δὲν ἔπεσε βροχούλα. Ἄχ αὐτὴ ἡ βροχούλα ποὺ πέφτει, κάθε σταλαγματιὰ καὶ λίρα εἶνε! Μὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ μαῦρα σύννεφα ποὺ ἄστραψαν καὶ βρόντησαν δὲν ἔρριψαν νεράκι, ἀλλὰ ἔρριψαν φωτιὰ καὶ θειάφι. Λαμπάδιασε ὁ τόπος!
 
Σταμάτησαν οἱ νέοι νὰ χορεύουν, σταμάτησε ὁ γάμος, σταμάτησαν οἱ μπακάληδες νὰ πουλοῦν καὶ ἀγοράζουν, σταμάτησαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σχολεῖο, σταμάτησαν τὰ πάντα, καὶ λαμπάδιασε ὁ τόπος. Κάηκαν τὰ δέντρα, κάηκαν οἱ ἀχερῶνες, κάηκαν τὰ σπίτια, κάηκαν τὰ πάντα. Κάρβουνα γινήκανε ὅλοι. Καὶ μετά; Ὦ Θεέ μου, δὲν ἔφτανε μόνο ἡ φωτιά, ἀλλὰ ἔγινε καὶ σεισμός· καὶ ἔπεσαν πεντακόσα μέτρα κάτω καὶ θάφτηκαν πέντε πολιτεῖες. Αὐτὰ εἶνε τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα. Κ᾿ ἐπάνω ἁπλώνεται ἡ Νεκρὰ Θάλασσα. Στὰ νερά της δὲν ζῇ τίποτα. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ λέει μόνο ἡ Γραφή, τὸ λέγει καὶ ἡ ἐπιστήμη. Μέσα ἐκεῖ ψαράκι δὲν ζῇ. Μαῦρα καὶ πικρὰ εἶνε τὰ νερά της. Ἀκόμη καὶ πουλὶ νὰ πετάξῃ ἀπὸ πάνω, σκάει καὶ πέφτει νεκρό.
 
Τὸ λέγει ὁ Χριστός.
Σόδομα καὶ Γόμορρα γινήκαμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀδέρφια μου. Κλάψτε, γιατὶ κάποια καταστροφὴ θὰ ᾿ρθῇ στὴν ἁμαρτωλὸ γῆ. Σύννερα μαῦρα παρουσιάζονται στὸν κόσμο. Θὰ βρέξῃ πάλι. Ὄχι νεράκι, ποὺ είμεθα ἀνάξιοι νὰ τὸ πιοῦμε. Γιατὶ τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ βλαστημᾶμε τὸ Θεό. Νερὸ πίνουμε καθαρό, καὶ δὲν Τὸν εὐχαριστοῦμε. Θ᾿ ἀνοίξῃ ὁ οὐρανὸς πάλι καὶ θὰ πέσῃ φωτιά. Σόδομα καὶ Γόμορρα θὰ γίνουμε. Μόνον, μόνον ἐὰν μετανοήσουμε, θὰ σωθοῦμε. Μόνο μία μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οὔτε οἱ παπᾶδες, οὔτε οἱ λαϊκοί, οὔτε οἱ πατριάρχαι, οὔτε βασιλιᾶδες, οὔτε πλούσιοι, οὔτε φτωχοί, οὔτε γυναῖκες, οὔτε ἄντρες, κανένας δὲν μετανοεῖ. Χτυπάει ἡ ἐκκλησία καὶ περνάει ἀπὸ τὸ χωριό σας ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἀνοιχτὸ εἶνε τὸ μαγαζί, καὶ τὰ παιδιά σας μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα εἶνε πρωῒ – πρωΐ…
 
Θεέ μου Θεέ μου, πῶς ἀλλάξαμε! Πρὸ ἑκατὸ χρόνια στὴ Σκοπιά, ποὺ ἦταν τρεῖς χιλιάδες, τσιγάρο δὲν πιάνανε. Ἁγιασμένα ἦταν τὰ μέρη. Καὶ πρωῒ – πρωῒ σηκωνόταν τὰ παλληκαράκια, οἱ νέες, τὰ παιδιά, καὶ ὅλοι πηγαίνανε στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό. Τώρα πρωῒ – πρωῒ ξυπνᾶνε μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ λιβανίζουν τὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ τσιγάρο, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶνε τὸ λιβάνι τοῦ διαβόλου. Καπνίζεις; λιβανίζεις τὸν διάβολο.

 
Λοιπὸν Σόδομα καὶ Γόμορρα γινήκαμε. Ἀλλὰ ἔφυγα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
 
Ὄχι, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆρα ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν θάλασσα. Πῆγε ὁ Χριστὸς στὴ θάλασσα. Σὲ ποιά θάλασσα; Στὴ λίμνη. Ὄχι στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῆγε στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Ἐκεῖ κοντά, γύρω – γύρω ἀπὸ τὴ θάλασσα αὐτή, ἦταν μικρὰ σπιτάκια, ποὺ κατοικούσανε ψαρᾶδες. Ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους καὶ πιάνανε ψάρια. Ἤτανε ὄμορφα χωριά.
 
Στὰ μέρη αὐτὰ πῆγε ὁ Χριστός. Τί νὰ κάνῃ; Νὰ διαλέξῃ τοὺς μαθητάς του. Νὰ διαλέξῃ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ συνέχιζαν τὸ ἔργο του στὸν κόσμο. Ποιό ἔργο του; Δὲν ὑπάρχει πιὸ δύσκολο ἔργο ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν σᾶς ἔδειχνα ἕνα πλατάνι μεγάλο καὶ σᾶς ἔλεγα, ὅτι τὸ πλατάνι αὐτὸ θὰ τὸ ξερριζώσῃ ἕνα μικρὸ παιδάκι, δὲν θὰ γελούσατε; Τὸ πλατάνι, γιὰ νὰ τὸ ξερριζώσῃς, δὲν φτάνουν οὔτε ἑκατὸ ἄντρες. Μπουλντόζα καὶ γερανὸ καὶ φουρνέλλο θέλει, γιὰ νὰ τὸ ξερριζώσῃς. Ἔτσι ἦταν τὸ κακὸ στὸν κόσμο. Σὰν πλατάνι ῥιζωμένο βαθειὰ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ξερριζώσῃ ὁ Χριστός. Νὰ ξερριζώσῃ τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ φυτέψῃ τὴ νέα ἀληθινὴ πίστι.
 
Πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ διαλέξῃ τοὺς συνεργάτες του. Ἄλλος, στὴ θέσι του, θὰ διάλεγε ἄλλους ἀνθρώπους. Θὰ διάλεγε πλούσιους, ποὺ ἔχουν λεφτὰ πολλά, γιατὶ μὲ τὰ λεπτὰ νομίζει ὁ κόσμος ὅτι κατορθώνει τὰ πᾶν. Ἔχεις λεπτά; σοῦ λέει ὁ ἄλλος, μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ πᾶν. Πόσες φορὲς τὸ ἀκούσαμε· «Ὅποιος ἔχει τὸν κάτω θεό, τὸ χαμοθεό, ἔχει καὶ τὸν ἄνω θεό». Ἂν ἦταν ἄλλος, θὰ ζητοῦσε νὰ πάρῃ κοντά του πλούσιους καὶ νὰ συμμαχήσῃ μὲ τὸ κεφάλαιο, νὰ συμμαχήσῃ μὲ τὰ πολλὰ λεφτά. Θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ στρατηγούς, ποὺ εἶχαν σπαθιὰ καὶ στρατιώτας. Θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ σοφοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ μορφωμένους.
 
Μὰ δὲν τὸ ἔκανε. Δὲν ζήτησε ὁ Χριστός μας κοντά του οὔτε κανένα πλούσιο, οὔτε κανένα στρατηγὸ μὲ τὰ σπαθιά, οὔτε κανένα βασιλιᾶ μὲ τὶς κορῶνες, οὔτε κανένα σοφὸ πού ᾿ξερε τοῦ κόσμου τὰ γράμματα. Ὄχι! Γιατί; Γιατὶ ἂν ἔπαιρνε πλούσιους, θὰ λέγανε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ξαπλώθηκε μὲ τὰ λεφτά. Ἂν ἔπαιρνε σοφοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ῥήτορας, θὰ λέγανε ὅτι ἡ θρησκεία μας ξάπλωσε μὲ τὴ φιλοσοσία καὶ τὴ ῥητορεία. Καὶ ἂν ἔπαιρνε σπαθιὰ μαζί του, θὰ λέγανε ὅτι κυβέρνησε τὸν κόσμο μὲ τὰ σπαθιά. Οὔτε σπαθιὰ πῆρε, οὔτε πουγκιὰ πῆρε, οὔτε φιλοσόφους πῆρε. Τί πῆρε; Νά τί μεγάλο πρᾶγμα! Τί πῆρε; Φτωχούς, ψαρᾶδες, ξυπόλητους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία, ποὺ ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους ὅλη νύχτα μέσ᾿ στὴ λίμνη καὶ βγάζανε ψάρια καὶ ζούσανε τὴν οἰκογένεια.
 
Μά, θὰ μοῦ πῆτε, μόνο αὐτοὶ ἤτανε ἐκεῖ; Μόνο αὐτοὶ οἱ δώδεκα ψαρᾶδες ἤτανε; Δὲν ἤτανε ἄλλοι; Ἦταν καὶ ἄλλοι. Πόσοι ἄλλοι; Τοὐλάχιστον χίλιοι – δυὸ χιλιάδες ψαρᾶδες θὰ ἤτανε γύρω – γύρω στὴ λίμνη. Γιατί ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὅλους ἐκείνους διάλεξε αὐτούς; Κουτουροῦ τοὺς πῆρε, ὅπως κουτουροῦ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου καὶ πιάνεις τὰ χαλίκια; Ὄχι δά! Τοὺς διάλεξε ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τοὺς δυὸ χιλιάδες ψαρᾶδες, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη μὲ τὰ καϊκάκια τους. Γιατί τοὺς διάλεξε; Μέσ᾿ στὰ χαλίκια αὐτοί ἦταν διαμάντια. Γιατί ἦταν διαμάντια; Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν κοιτάζει τὰ ῥοῦχα μας, δὲν κοιτάζει τὸ πορτοφόλι μας, δὲν κοιτάζει τὰ σπίτια ποὺ κατοικοῦμε, δὲν κοιτάζει τὴν ὀμορφιά μας, δὲν κοιτάζει τίποτα ἀπὸ αὐτά. Τὴν καρδιά μας ζητάει. Καὶ σὰν καρδιογνώστης, ἔβλεπε ὅτι αὐτοί, κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα τοῦ ψαρᾶ, ἦταν ψυχὲς εὐγενεῖς.
 
Γιατί τοὺς διάλεξε; Γιά κοιτάξτε πρῶτα – πρῶτα ποῦ τοὺς βρῆκε; Τοὺς βρῆκε στὸ καφενεῖο; Τοὺς βρῆκε στὴν ταβέρνα νὰ κρατᾶνε ποτήρια καὶ νὰ κουτσοπίνουνε; Τοὺς βρῆκε νὰ παίζουν ζάρια; Ὄχι. Ποῦ τοὺς βρῆκε; Στὴ δουλειά τοὺς βρῆκε. Ῥίχνανε τὰ δίχτυα οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ πιάνανε ψάρια. Στὴ δουλειά τοὺς βρῆκε. Τοὺς διάλεξε ἀκόμα – γιατί; Δὲν φτάνει νά᾿ σαι ἐργατικός. Ὑπάρχουν ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν συνεργάζονται μὲ ἄλλους. Μόνοι τους εἶνε. Ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστός, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, είχανε συνεταιρισμό. Μαζί ἤτανε. Δουλεύανε μαζί. Ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸν Πέτρο· ὁ Ἰάκωβος μὲ τὸν Ἰωάννη, εἶχαν καὶ τὸν πατέρα τους. Εὐλογημένα σπίτια, εὐλογημένα!
 
Παλαιότερα στὴ Σκοπιὰ τὰ ἀδέρφια δὲν χωρίζανε. Ζούσανε πατριαρχικῶς. Πῆγα σὲ ἕνα χωριὸ καὶ χάρηκε ἡ ψυχή μου. Βρῆκα ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλοι μαζί· ἑπτὰ ἀδέρφια, ἑπτὰ νυφάδες, εκοσι παιδιά, ἐγγονάκια, καὶ ἕνας χαριτωμένος γέροντας τσομπάνος ὀγδόντα χρονῶν. Ἄ, εὐλογημένος ἄνθρωπος! σὰν τὸν πατριάρχη! Τώρα, λίγα σπίτια εἶνε πιὰ μαζί. Χωρίζουν τὰ ἀδέρφια, οἱ πεθερὲς χωρίζουν τὶς νύφες, χωρίζει ὁ κόσμος. Ἐνῷ βλέπεις ἐδῶ πέρα τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δώδεκα αὐτοὶ ψαρᾶδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί, ἀλλὰ εἶχαν ἕνα πνεῦμα συνεργασίας, συνεργάζοντο.
 
Τοὺς διάλεξε γιατὶ ἤτανε ἐργατικοί, τοὺς διάλεξε γιατὶ ἦταν ἀγαπημένα ἀδέρφια, τοὺς διάλεξε ἀκόμα – γιατί τοὺς διάλεξε; Γιατὶ ἦταν ἀνώτεροι ἄνθρωποι. Τί; Ποῦ τὸ βλέπουμε αὐτό; Ὅταν τοὺς εἶπε ὁ Χριστός, Ἐλᾶτε κοντά μου κι ἀφῆστε τὰ δίχτυα σας, αὐτοὶ τί κάνανε; Ἄφησαν τὰ δίχτυα τους, ἄφησαν τὰ καΐκια τους, τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ ἦρθαν κοντὰ στὸ Χριστό. Τὰ θυσίασαν ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Ὑπήκουσαν ἀπόλυτα στὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτό τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός μας.
 
Ἔ, καὶ μετὰ αὐτοὶ οἱ δώδεκα τί κάνανε; Θέλετε θαῦμα; Ἐγὼ δὲν ξέρω ἄλλο μεγαλύτερο θαῦμα. Κάνει ὁ ἅγιος Φανούριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος Δημήτριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος θαύματα; Κάνουν! Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα εἶνε αὐτὸ ποὺ θὰ γιορτάσουμε [μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων\. Ψαρᾶδες, ξυπόλητοι, χωρὶς γράμματα, χωρὶς ἐπιστήμη, χωρὶς μπουκιά, χωρὶς σπαθιά, χωρὶς κανόνια, χωρὶς πυραύλους, χωρὶς τίποτα, νὰ γυρίσουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα; Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι πέφτει στὸ χωριό σας ἕνα κοπάδι πεινασμένοι λύκοι, χίλιοι – δυὸ χιλιάδες λύκοι, καὶ σᾶς πῶ ὅτι τοὺς λύκους, τοὺς ἄγριους λύκους, τοὺς νίκησε – ποιός; Ὅτι πέφτουν μέσ᾿ στὸ κοπάδι τῶν λύκων δώδεκα προβατάκια.
 
Ποιοί θὰ νικήσουν; Θὰ νικήσουν τὰ ἀρνιά; Τὰ ἀρνιὰ θὰ νικήσουν τοὺς λύκους; Μπά! Δὲν θὰ μείνῃ ποδαράκι, τίποτε δὲν θὰ μείνῃ. Οἱ λύκοι θὰ νικήσουν. Καὶ ὅμως, νά τὸ θαῦμα. Τὰ ἀρνάκια τοῦ Χριστοῦ μας ἐνίκησαν τοὺς λύκους! Ἐνίκησαν τὴν εἰδωλολατρία. Τὰ ἀρνάκια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησαν τοὺς ἄγριους λύκους καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἐνίκησαν, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν τοὺς λύκους ἀρνιά! Αὐτό εἶνε τὸ μεγάλο θαῦμα· ὅτι μὲ τοὺς δώδεκα ψαρᾶδες, μὲ τοὺς δώδεκα φτωχοὺς καὶ ἀσήμαντους κατὰ κόσμον, ἔκανε ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη μεταβολὴ στὸν κόσμο.
 
Τοὺς γιορτάζουμε. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ νηστέψουμε αὐτὲς τὶς μέρες. Νὰ προετοιμαστοῦμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Καὶ ὅταν χτυπήσουν οἱ καμπάνες τὴ μεγάλη αὐτὴ γιορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, νὰ πλησιάσουμε κ᾿ ἐμεῖς καὶ νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας σ᾿ αὐτούς. Τί ἄλλο πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ θυμηθοῦμε τί; Είπαμε· ἐργατικοὶ ἦταν αὐτοί; Δούλευαν ὅλη νύχτα στὴ λίμνη τους. Ἐργατικοὶ αὐτοί, ἐργατικοὶ κ᾿ ἐμεῖς. Ἐργατικὸς πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Πότε ὅμως ἐργατικός; Σᾶς τό᾿ πα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! Δουλειὰ σὰν τὰ μυρμήγκια. Εἶνε εὐλογημένη ἡ δουλειά. Κυριακὴ ὅμως ὄχι.
 
Τὶς ἄλλες μέρες δουλειά! Γιατὶ τὸ νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σκουληκιάζει, καὶ τὸ σίδερο ποὺ δὲν δουλεύει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν δουλεύει σκουριάζει, σαπίζει. Δουλειὰ ὅλες τὶς καθημερινές. Εὐλογημένα τὰ χωριὰ ποὺ τὴν καθημερινὴ τὰ καφενεῖα εἶνε κλειστά, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κανείς στὸ καφενεῖο· ὅλοι στοὺς κάμπους, στὶς ῥεματιές, στὶς δουλειὲς ἐργάζονται. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως; Ἦρθε ἡ ὥρα; Χτύπησε καμπάνα; Χτύπησε καμπάνα ἐδῶ στὴ Σκοπιά; Ὤ, νὰ σταματήσουν ὅλα.
 
Ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ ῥάψιμο, ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ σκούπισμα, ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ μαγειρειό. Ὁ ἄντρας θ᾿ ἀφήσῃ τὴν τσάπα, ὁ τσομπάνος θ᾿ ἀφήσῃ τὰ πρόβατα στὸ μαντρί, ὁ δάσκαλος τὸ σχολεῖο, ὁ ὑπάλληλος τὸ γραφεῖο, οἱ πάντες. Φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τὸ κάνουμε; εὐλογία. Δὲν τὸ κάνουμε; θὰ τὸ πληρώσουμε· θά ᾿ρθῃ ἡ ὥρα αὐτή. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ σποῦσα τὴ μαγκούρα αὐτὴ νὰ γίνω λοῦστρος μέσα στὴ Φλώρινα νὰ γυαλίζω παπούτσια. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πονῶ, σᾶς πονῶ.
 
Ὅσο σᾶς ἀγαπάει ὁ δεσπότης σας, δὲν σᾶς ἀγαπάει κανένας στὸν κόσμο. Σᾶς πονῶ καὶ σᾶς φωνάζω, πρὶν νά᾿ νε ἀργά. Χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ περνᾶνε τὰ ἅγια καὶ διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ κάθεσαι ἐσὺ καὶ κρατᾷς τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ κοροϊδεύεις μέσ᾿ στὴν πλατεῖα; Ἔρχεται ἡ ὀργή, ἔρχεται. Θεέ μου Θεέ μου, Παναγιά μου καὶ ἅγιοι Πάντες! Ἂς πέσουμε, ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεός. Καὶ νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἀποστόλους, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων πατέρων. Εθε ὁ Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν καὶ τῆς Παναγίας Θεοτόκου νὰ σώσῃ καὶ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
 
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης 20-6-1971) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ