Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Μετάφραση
Στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Ἰακώβου τοῦ λεγομένου ἀδελφοθέου, ποὺ ἄγεται σήμερα, διότι ἀναφέρεται σ’ αὐτὴν τὸ ὄνομά του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντώντας σὲ συκοφαντίες ψευδαποστόλων ἀποδεικνύει ὅτι τόσο ἡ διδασκαλία του ὅσο καὶ τὸ ἔργο του προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει ὁ λόγος πιὸ σαφής, θ’ ἀναφερθῶ στὸ ἱστορικὸ ποὺ ἀνάγκασε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ γράψει τὴν ἐπιστολή του αὐτή.
Λέω λοιπὸν ὅτι οἱ Γαλᾶτες, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνει τὴν ἐπιστολή του, ἦταν νομάδες Γάλλοι ἢ Κέλτες, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴ σημερινὴ Γαλλία μὲ ἀρχηγό τους πιθανῶς τὸν Λουτάριο καὶ κινοῦνταν πρὸς τὴν Ἀνατολή. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις καὶ ἀποκρούσεις ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς λαοὺς τῶν Βαλκανίων τελικά, τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα, ἐγκαταστάθηκαν στὴ γύρω ἀπὸ τὴ σημερινὴ Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περιοχή, ὅπου ἐξελληνίστηκαν στὴ γλῶσσα καὶ στὸν τρόπο ζωῆς καὶ συνάμα ἀπέβαλαν τὸν προηγούμενο βαρβαρικὸ χαρακτῆρα τους. Ἀπὸ τότε ἡ περιοχὴ εἶναι γνωστὴ ὡς Γαλατία.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἐπισκέφθηκε δύο φορὲς κατὰ τὴ δευτέρα καὶ τρίτη περιοδεία του (Πρξ 16,6 καὶ 18,23), καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀγάπησαν, πίστεψαν στὸ κήρυγμά του, καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Ὅταν ἔφυγε ὅμως, τοὺς ἐπισκέφθηκαν ἄλλοι ψευδοδιδάσκαλοι αἱρετικοὶ καὶ τοὺς ἔλεγαν ὅτι, γιὰ νὰ σωθεῖ κάποιος, δὲν φτάνει νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ νὰ βαπτιστεῖ, ἀλλὰ ἀπαραιτήτως πρέπει καὶ νὰ περιτμηθεῖ καὶ νὰ τηρεῖ τὸ μωσαϊκὸ νόμο.
Καὶ τὸ χειρότερο, συκοφαντοῦσαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι δὲν εἶναι ἀπόστολος, δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς δώδεκα, δὲν διδάχτηκε τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν τὸν γνώρισε προσωπικά, ὅπως οἱ δώδεκα, γιὰ νὰ καταρρακώσουν τὸ κῦρος του καὶ γίνουν αὐτοὶ πιστευτοί. Καὶ ἔπεισαν ἀρκετούς.
Οἱ Γαλάτες δὲν κατάλαβαν ὅτι οἱ ἐπισκέπτες τους αὐτοὶ εἶναι κακόβουλοι καὶ συκοφάντες τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ κλονίστηκε ἡ πίστη τους. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λυπήθηκε καὶ ὀργίστηκε. Καὶ γιὰ νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς ἔγραψε ἐπιστολή, τὴν πρὸς Γαλάτας, στὴν ὁποία παρὰ τὸ ταραγμένο ὕφος του σκοπός του ἦταν νὰ περισώσει τὸ ἀποστολικό του κῦρος καὶ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ κηρύγματός του. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀπαντητικὸ καὶ ἀπολογητικὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀποστολική μας περικοπή, στὴν ὁποία τοὺς λέει.
Σᾶς κάνω γνωστό, ἀδερφοί μου Γαλᾶτες, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα, δὲν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ θεῖο. Οὔτε οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα, οὔτε καὶ ἐγὼ τὸ παρέλαβα ἀπὸ ἄνθρωπο οὔτε τὸ διδάχτηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα καὶ τὸ διδάχτηκα μὲ προσωπικὴ ἀποκάλυψη τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ σ’ ἐμένα, τὴν ὥρα ποὺ πήγαινα στὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ καταδιώξω τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ παρελθόν μου.
Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἀσφαλῶς γιὰ τὴ συμπεριφορά μου τὸν καιρὸ ποὺ ἀκολουθοῦσα τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο, ὅτι δὲν εἶχα καμμία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς ἀποστόλους της καὶ τοὺς Χριστιανούς της. Ἀντιθέτως τὴν καταδίωκα καὶ τὴν πολιορκοῦσα στενά, γιὰ νὰ συλλάβω τὰ μέλη της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς ἁπλοὺς Χριστιανούς, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὶς φυλακές.
Πιὸ νωρίς, ὅταν ἤμουν στὴ μαθητικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία, προόδευα στὸ χῶρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ ἔθνους μου παραπάνω ἀπὸ τοὺς συνομηλίκους μου, ἀναπτύσσοντας μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς παραδόσεις τῶν πατέρων μας. Αὐτὸ διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ συμμετοχή μου στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, γιὰ τὴν ὁποία τώρα μετανοῶ καὶ συντρίβομαι.
Κι ὅταν εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, καὶ μὲ κάλεσε ἡ χάρη του μὲ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, γιὰ νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸ Γιό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη ποὺ τὸν ἀγνοοῦσαν, εὐθὺς ἀμέσως δὲν παρέδωσα τὸν ἑαυτό μου σὲ κάποιον ἄνθρωπο ἢ διδάσκαλο, οὔτε ἀνέβηκα στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἀποστόλους, ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ μένα, γιὰ νὰ μαθητεύσω σὲ κάποιον ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀραβία, ποὺ ἐκτείνεται νοτιοανατολικῶς τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης καὶ συνορεύει μὲ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ἀπὸ τὴν Ἀραβία ἐπέστρεψα πάλι κατ’ εὐθεῖαν στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας. Δὲν πέρασα κὰν ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα.
Κι ἀφοῦ πέρασαν ἔτσι τρία χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐπέστρεψα στὸ Χριστό, ἀνέβηκα στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρο. Ἔμεινα τότε κοντὰ του ὅλο κι ὅλο δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου.
Ὂλ’ αὐτὰ σᾶς τὰ λέω, γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι δὲν μαθήτευσα σὲ κανέναν ἀπόστολο, ὅπως μὲ συκοφαντοῦν, ἀλλὰ τὸ εὐαγγέλιο τὸ παρέλαβα κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Καὶ τὰ λέω ὄχι ἀπὸ περηφάνια οὔτε ἀπὸ καταφρόνηση τῶν ἄλλων ἀποστόλων, διότι ἐγὼ εἶμαι ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων καὶ δὲν ἀξίζω νὰ λέγομαι ἀπόστολος, ἐνῷ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ λέω, γιὰ νὰ ξέρετε τί εὐαγγέλιο σᾶς κήρυξα. Τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο αὐτό, ὅπως τὸ παρέλαβα ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Πῶς νὰ μὴ θαυμάσει κανεὶς τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλαλήθεια καὶ τὴ διαύγεια τῶν λόγων του καὶ τὴν πειστικότητα; Παραμένει ἐξάλλου αἰώνιο παράδειγμα ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ βράχος ἀμετακίνητος στὸ ἔργο του, παρ’ ὅλες τὶς τέτοιες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσε, ὅπως οἱ ἐλεεινὲς καὶ ἐξοντωτικὲς συκοφαντίες.
Ὁ Ἰάκωβος, ὅπως καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ λεγόμενοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου, δὲν ἦταν ἀδερφός του ὁμομήτριος, ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι αἱρετικοὶ προτεστάντες καὶ χιλιασταί, οὔτε ἑτεροθαλὴς ἀδελφός του, παιδὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ ἄλλη γυναῖκα, ὅπως συνήθως λέγεται κατ’ ἀρχὴν στὸν ὀρθόδοξο χῶρο, ὄχι κακῶς βέβαια, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι ἀναφερόμενοι στὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς ἀδερφοὶ τοῦ Κυρίου ἦταν ξαδέρφια του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ θετοῦ πατέρα του Ἰωσήφ· ἦταν ἁπλῶς ὁ παιδικός του στενότερος ἢ καὶ εὐρύτερος συγγενικός του περίγυρος. Διότι ἀδελφοὶ στὰ χρόνια της Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης λέγονται καὶ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ δεύτεροι ἐξάδερφοι, ἀκόμη καὶ οἱ συμφυλέτες καὶ ὁμοεθνεῖς.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἰάκωβος δὲν εἶχε πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ τὸν εἰρωνευόταν. Μετὰ τὴν ἀνάσταση ὅμως πίστεψε καὶ ἔγινε κήρυκάς του στὰ ᾿Ιεροσόλυμα καὶ στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου, καὶ στῦλος τῆς ἐκκλησίας τῶν ᾿Ιεροσολύμων, καὶ συγγραφεὺς τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του.
Ἦταν ὀλίγων γραμμάτων ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια κάποιου Χριστιανοῦ ἐγγραμμάτου, σὲ μία περίοδο ποὺ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνάγκη νὰ γράψουν ἐπιστολές, γιὰ νὰ μὴ νοθευθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἔγραψε καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ἔγραψε τὴν ἁπλὴ καὶ πρακτικὴ καὶ διδακτικὴ ἐπιστολή του.
Ὁ Ἰάκωβος ἔδωσε τὰ συγχαρητήρια στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν δέχτηκαν στὰ ᾿Ιεροσόλυμα σὰν ὁμότιμο ἀπόστολο καὶ τὸν γνώρισαν γιὰ πρώτη φορά. Τότε ἄκουσαν νὰ τοὺς λέει τὸ κήρυγμά του, ποὺ παρέλαβε κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Κύριο, τί κηρύττει δηλαδὴ στὰ ἔθνη.
Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ δεξί τους χέρι, διότι κήρυττε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο καὶ ἕνα καὶ μοναδικὸ εὐαγγέλιο, ποὺ κήρυτταν καὶ αὐτοί. Ὁ Παῦλος εἶχε ἤδη 14 χρόνια ποὺ κήρυττε τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν συναντήθηκε μὲ τοὺς τρεῖς στύλους τῆς ἐκκλησίας.
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα καὶ ἔγκυρα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Ἰάκωβο, τὸν λεγόμενο ἀδελφόθεο, τοῦ ὁποίου τιμᾶται σήμερα ἡ μνήμη.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης