Ο Όσιος Προκόπιος γεννήθηκε το 1568 μ.Χ. στο χωριό Κοριανκισκόι στη Ρωσική πόλη Βιάτκα. Σε ηλικία 12 χρονών, όταν χτυπήθηκε από ένα κεραυνό που τον άφησε αναίσθητο και σε πολύ κακή κατάσταση, τον πήγαν στον ηγούμενο της μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου μετέπειτα Άγιο Τρύφωνα, ο οποίος προσευχήθηκε και τον γιάτρεψε.
Το γεγονός τον συγκίνησε και έτσι πήγε σε ένα γειτονικό χωριό, οπού υπηρέτησε τον εκεί ναό της Αγίας Αικατερίνης κοντά στον Άγιο Ιλαρίωνα.
Οι γονείς του, Μάξιμος και Ειρήνη ήταν φτωχοί αγρότες και μόλις ο Προκόπιος έφτασε στην ηλικία των 20 χρόνων, θέλησαν να τον παντρέψουν με μια κοπέλα της αρεσκείας τους.
Ο άγιος θέλοντας να αποφύγει τον γάμο έφυγε για την πόλη Βιάτκα, οπού έκανε τον τρελό. Αργότερα αποφάσισε να υποδυθεί τη δια Χριστόν σαλότητα και έτσι άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους ημίγυμνος και να κοιμάται οπουδήποτε έκτος από κρεβάτι.
Σταμάτησε να μιλά και συνεννοούνταν με τους άλλους μόνο με νοήματα ή σημάδια που έκανε με τα χέρια του.
Μιλούσε μόνο με τον πνευμα¬τικό του πατέρα, ιερέα Ιωάννη του ναού της Αναλήψεως, που ήταν και ο μόνος που γνώριζε για την άσκηση του, εξάλλου ήταν και ο μόνος που τον είχε ακούσει να μιλάει.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Προκόπιος εξομολογούνταν και κοινωνούσε κάθε Κυριακή απαραίτητα.
Όταν του έδιναν κάποιο ρούχο για να κρύβει τη γύμνια του ή για να ζεσταίνεται, το φόραγε για λίγο δείχνοντας υπακοή και ακολούθως το έδινε σε κάποιον φτωχό.
Συνήθιζε να επισκέπτεται τα νοσοκομεία και αν έβλεπε κάποιον που θα γινόταν καλά, έβαζε φωτιά στα σκεπάσματά του, ενώ αν πρόβλεπε ότι κάποιος δε θα γιατρευόταν τον τύλιγε στα σεντόνια του, θέλοντας να του υπενθυμίσει τα σάβανά του για να μετανοήσει όσο είχε ακόμα καιρό.
Έκανε αρκετές προβλέψεις με διάφορα προφητικά σημάδια, οι οποίες πάντοτε πραγματοποιούνταν. Κάποτε πριν ξεσπάσει μια μεγάλη πυρκαγιά πήγαινε στο καμπαναριό ενός ναού και για μια εβδομάδα κτυπούσε το συναγερμό της πυρκαγιάς.
Άλλη φορά πήγε στο γραφείο του αστυνομικού διευθυντή της περιοχής και αφού πήρε το πηλίκιό του το φόρεσε στο δικό του κεφάλι. Ο διοικητής που τον γνώριζε, αστειευόμενος του πρότεινε και τη θέση του στο γραφείο.
Ο Προκόπιος αφού τον πήρε από το χέρι τον οδήγησε στο τμήμα με τα κελιά των φυλακισμένων. Σε μια εβδομάδα ο Τσάρος έστειλε διαταγή να συλληφθεί ο διοικητής για κάποιο παράπτωμά του.
Ο επόμενος διοικητής της πόλης και η σύζυγός του τον ευλαβούνταν πολύ και τον πήραν σπίτι τους. Εκεί τον έπλυναν και τον έντυσαν με καθαρά ρούχα.
Ο Όσιος βλέποντας την καλή τους προαίρεση δέχτηκε την φιλοξενία τους ,αλλά σε λίγες μέρες ξαναβγήκε στους δρόμους , όπου κυλίστηκε στις λάσπες έσκισε τα καινούρια του ρούχα και συνέχισε να ζει όπως προηγουμένως.
Άλλοτε πήγε στον ναό του Τιμίου Προδρόμου, σε μια γειτονική πόλη κι έπιασε από το μπράτσο ένα νεαρό ονόματι Κορνήλιο την ώρα που έψαλλε και τον έσυρε με βία μπροστά από την Ωραία Πύλη στο Ιερό. Μετά από έξι χρόνια ο νεαρός αυτός χειροτονήθηκε ιερέας.
Έτσι έζησε με την άσκηση της σαλότητας για 30 χρόνια, μέχρι την ειρηνική κοίμησή του στις 21 Δεκεμβρίου 1627 μ. Χ. Ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης Βιάτκα, όπου τα λείψανά του βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Μετά την 3η Μαρτίου 1666 μ.Χ. άρχισε να γίνεται πιο γνωστός όταν θεράπευσε κάποια Μάρθα η οποία υπέφερε από κάποια σοβαρή ασθένεια και στην οποία ο άγιος είχε εμφανιστεί σε όραμα.
Ο βίος του Οσίου γράφτηκε στο τέλος του 17ου αιώνα μ.Χ.