Ο μακάριος Μωυσής είναι ένας από τους μεγάλους Οσίους πατέρες της Εκκλησίας μας. Αυτός γεννήθηκε στην Αιθιοπία και όπως είναι φυσικό, το σώμα του ήταν μαύρο, λόγω της καταγωγής του.
Ήταν λήσταρχος
Ο Μωυσής αυτός και στην ψυχή ήταν μαύρος. Είχε κακούργα ένστικτα. Δυστυχώς δεν είχε γνωρίσει τον Χριστό νωρίς. Ήταν αλλόφυλος και κακότροπος άνθρωπος. Υπηρετούσε ως δούλος ένα πλούσιο άρχοντα.
Κατόπιν τον έδιωξε ο άρχοντας για την πολλή κακία του και τις ληστρικές του πράξεις. Δεν μπορούσε να τον υποφέρει.
Ζούσε, λοιπόν, ο Μωυσής τον ληστρικό βίο. Σαν ληστής λήστευε και φόνευε οποιονδήποτε, χωρίς να υπάρχει αιτία.
Μετανοεί και γίνεται ασκητής
Αυτός, λοιπόν, ο ληστής κατανύχθηκε από ένα περιστατικό, το οποίον συνέβη εις αυτόν, από την θεία Πρόνοια. Και όχι μόνον πίστεψε με το περιστατικό αυτό, αλλά και βαπτίστηκε.
Ακόμη και Μοναχός έγινε για να καταπολέμηση τον διάβολο πού προηγουμένως τον κυρίευε. Αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό για να σώσει την ψυχή του.
Γι αυτό έφυγε από τον κόσμο και την σύγχυση. Μίσησε πια την αμαρτία. Με σταθερή απόφαση αφιερώθηκε στον Θεό ολοψύχως. Απαρνήθηκε τους φίλους, τους συγγενείς του, τα χρήματα και όλες τις απολαύσεις του κόσμου τούτου.
Επήγε αμέσως στην Σκήτη των μοναχών. Ζητούσε τόπο ήσυχο και απάτητο. Ήθελε ησυχία για να κλάψει τις αμαρτίες του και να προσευχηθεί για την σωτηρία του. Βρήκε μια σπηλιά μέσα σ’ έναν έρημο τόπο. Εκεί έμεινε για να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως.
Τι τον χρειάζεσαι τέτοιο ανόητο
Κάποτε θέλησε ένας μεγάλος Άρχοντας να συνομιλήσει με τον Άγιο και να λάβει την ευλογία του. Πήρε λοιπόν, τους δούλους και υπηκόους του για να τον υπηρετούν. Ανέβηκε στο άλογο του και ξεκίνησε για τη Σκήτη.
Έφθασε στο Κυριακό, το Κεντρικό Μοναστήρι. Προσκύνησε και άφησε δώρα μεγαλοπρεπή για τους πατέρες. Μετά τους ερώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον, πού είναι ο Μωυσής. Οι πατέρες του έδειξαν το δρόμο. Μετέβαινε λοιπόν χαίρων να βρει τον ποθούμενο Άγιο.
Ο Όσιος όμως είδε από μακριά τον Άρχοντα να έρχεται και γνώρισε από Πνεύμα Άγιον, ότι γι αυτόν ερχόταν. Αμέσως βγήκε από την Σκήτη και βάδιζε στο δρόμο προσποιούμενος, ότι ήταν οδοιπόρος.
Συνάντησε τον Άρχοντα και τον ερώτησε ο Άρχοντας, που κατοικεί ο Αββάς Μωυσής, ο περιβόητος. Ο Όσιος του απάντησε:
Τί τον χρειάζεσαι τέτοιον κουτό;
Αυτός είναι ανόητος. Έχει δαιμόνιο, θα ζημιωθείς εάν μιλήσεις με τέτοιον ανόητον άνθρωπον. Γύρισε, Χριστιανέ μου, πίσω και μη κοπιάζεις άδικα. Κρίμα πού έκαμες τόσον κόπο.
Όταν άκουσε αυτά ο Άρχοντας επέστρεψε αμέσως στο Κυριάκο της Σκήτης. Τα ανέφερε όλα στους πατέρες. Οι Μοναχοί λυπήθηκαν και σκέπτονταν, ποιος ήταν εκείνος, πού κατηγόρησε έτσι τον Όσιο.
Αλλά ερώτησαν τον Άρχοντα τί λογής άνθρωπος ήταν εκείνος, πού συνάντησε.
Ήτανε, τους είπε, ένας ψηλός στο ανάστημα και μαύρος στο πρόσωπο. Επίσης ήταν και ρακένδυτος. Οι πατέρες τότε φώναξαν όλοι μαζί:
Αυτός ήταν ο Μωυσής! Το έκανε αυτό, για να αποφύγει την συνομιλία σου και έτσι να αποφύγει την ανθρώπινη εκτίμηση και τους επαίνους.
Τότε κατάλαβε ο Άρχοντας, ότι ήταν ο Μακάριος Μωυσής εκείνος πού συνάντησε. Θαύμασε την αρετή του και πολλά ωφελήθηκε από αυτόν. Αναχώρησε κατόπιν από την Σκήτη, χωρίς να τον ενοχλήσει, επειδή αγαπούσε την ησυχία και απέφευγε την επίδειξη.
Τά ἔξωθεν ἐλευκάνθησαν ἤ τά ἔσωθεν;
Τόσο όμως έφτασε σε αρετή, ώστε αξιώθηκε να λάβει και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Διότι ο Επίσκοπος, όταν έμαθε την θαυμάσια πολιτεία του και την αγία ζωή του, θέλησε να τον στολίσει με της Ιερωσύνης το αξίωμα.
Όταν σε μια γιορτή κατέβηκε στο Κυριακό, τον χειροτόνησε ιερέα, χωρίς να θέλει ο Όσιος. Έπειτα ο Επίσκοπος του είπε :
Τώρα Αββά Μωυσή άσπρισες. Έγινες ολόλευκος.
Ο Μωυσής του απήντησε με πραότητα.
Πάτερ πατέρων, τα έξωθεν ελευκάνθησαν ή τα έσωθεν; Θαύμασε ο Αρχιερεύς την συνετή απόκριση. Τότε αποχαιρέτησαν τον Άγιο και έφυγαν.
«Φύγε σκυλάραπα»
Κάποτε θέλησε να τον δοκιμάσει ο Επίσκοπος για να φανεί η ταπείνωσή του και να γίνει παράδειγμα στους άλλους. Παρήγγειλε εις τους Κληρικούς εις μίαν μεγάλη πανηγύριν, όταν έρθει ο Μωυσής για να συλλειτουργήσουν όλοι μαζί να τον διώξουν.
Έτσι να τον στενοχωρέσουν. Όταν ήρθε ο άξιος της Ιερωσύνης εις το ιερατείον για να φορέσει τα άμφιά του, τον ύβρισε ένας λέγοντας του:
Φύγε από εδώ, ασχημομούρη, του κόσμου το περιγέλασμα, σκυλάνθρωπε. Δεν είσαι συ άξιος να σταθείς μαζί μας. Φύγε, σκυλάραπα.
Αμέσως απεχώρησε ο Μωυσής χωρίς να ταραχθεί και έφυγε για το κελί του. Έστειλε όμως ο Επίσκοπος ένα να τον παρακολουθήσει από πίσω του. Για να δει εάν θύμωσε. Άκουσε όμως εκείνος τον Μωυσή να επιπλήττει τον εαυτό του και να λέγει:
Δεν σου το έλεγα, μελανέ, και ασχημοδέρματε, ότι δεν είσαι άξιος να συνομιλείς προς τους ανθρώπους; Καλά σου έκαμε και σε έβρισε. Σε είπαν σκυλάραπα. Σκύλος είσαι.
Αυτά όμως, όταν τα άκουσε εκείνος, πού τον ακολουθούσε πίσω του, πήγε και τα ανάφερε στον Επίσκοπο και εις το Ιερατείο. Τότε έστειλαν οι άνθρωποι και τον παρεκάλεσαν να επιστρέψει και να συλλειτουργήσει.
Ο ευλογημένος Μωυσής πήγε, χωρίς καθόλου να ταραχθεί η καρδιά του. Στο τέλος τον ρώτησε ο Επίσκοπος:
Τίποτε απάντησε.
Αμαρτωλός είμαι, χειρότερος και από το σκυλί. Το σκυλί το διώχνεις και φεύγει. Το ξανακαλείς και έρχεται..
Έκτοτε καθόλου δεν τον πείραξαν, γνωρίζοντας την ακακία και απλότητά του. Τον παρακαλούσαν, μάλιστα, να τους διηγείται ψυχωφελή και, σωτήρια παραδείγματα.
Η διδασκαλία του
Ο Άγιος Μωυσής τους δίδασκε να έχουν ταπείνωση διότι η ταπείνωσης ταπεινώνει τους δαίμονες, και η κενοδοξία τους υψώνει.
Όποιος δεν έχει ταπείνωση εμπαίζεται από τον δαίμονα. Επίσης τους παρακαλούσε να προσεύχονται και σκέπτονται την αμαρτωλότητά τους, διότι, εάν δεν σκέπτονται την αμαρτωλότητα, η προσευχή δεν ακούγεται στον Κύριον, ούτε λαμβάνει άφεση και χάριν από Αυτόν.
Επίσης να μη κρίνουν τους άλλους, διότι έτσι ακολουθούν την εντολή του Κυρίου «Μή κρίνετε, ἴνα μή κριθῆτε». Έτσι θα είσαστε βέβαιοι, ότι θα σωθείτε.
Μάθετε, τους έλεγε, ότι είναι αδύνατον να λέγεται κανείς Χριστιανός, εάν δεν αγαπήσει πραγματικά τον Χριστό, καταφρονώντας όλα τα ανθρώπινα πράγματα, τις τιμές και τις απολαύσεις, χάριν Αυτού.
Επίσης πρέπει να έχει απλότητα, πραότητα, ευλάβεια εις τον Θεόν και αγάπη πραγματική εις όλους τους ανθρώπους.
Να με συγχωρείτε αδελφοί, προσέθεσε, και να παρακαλείτε τον Θεόν και για μένα τον ανάξιο και μαύρο εις την ψυχή και εις το σώμα, πού τόλμησα να εκφράσω τους λόγους αυτούς προς εσάς, πού είσθε ανώτεροι μου.
Έκανε μεγάλους αγώνας και άσκηση, ώστε και πολλούς από τους συντρόφους του και τους κλέφτες και τους ληστές, με το παράδειγμά του τους έκανε να γνωρίσουν την αλήθεια του Χριστού, να βαπτισθούν και να μετανοήσουν.
Έζησε 75 έτη στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο. Από τότε πού γνώρισε τον Χριστό έζησε βίο αγγελικό.
Εν μαχαίρα αποθανούνται
Αξιώθηκε όμως τον στέφανο του Μαρτυρίου. Αυτό έγινε ως εξής:
Καθώς καθόταν μια μέρα στην Σκήτη, με άλλους επτά αδελφούς. Προγνώρισε, διά της θείας χάριτος, τί έμελλε, τι επρόκειτο εις αυτόν να συμβεί.
Σήμερον βάρβαροι έρχονται και σεις να φύγετε, για να μη σας φονεύσουν, τους είπε.
Οι επτά αδελφοί όταν άκουσαν τα Προφητικά λόγια του Αγίου Μωυσή τον ρώτησαν:
Εσύ δεν θα φύγεις;
Εγώ έχω τόσα χρόνια, τους είπε, πού περιμένω πότε να έλθει η ημέρα αυτή για να πληρωθούν τα λόγια του Κυρίου, πού λέγουν, ότι «πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρα ἀποθανοῦνται». Και τώρα να φύγω χωρίς τον στέφανον;
Τότε και οι επτά αδελφοί ασκητές απήντησαν, ότι και αυτοί δεν φεύγουν, αλλά θα μείνουν μαζί του για να αποθάνουν μαζί του. Ο Μωυσής αποκρίθηκε.
Έκαστος γνωρίζει τις πράξεις του και κάμετε, όπως σας φωτίσει ο Κύριος. Αλλά να! Έφτασαν οι Βάρβαροι.
Τότε ένας από αυτούς κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Αυτός έμεινε ζωντανός και έτσι διηγήθηκε αυτά, πού συνέβησαν. Όταν ήλθαν οι βάρβαροι φόνευσαν με ξίφος τον Μωυσή και τους άλλους έξι. Κατόπιν άρπαξαν ότι τους χρειαζόταν και έφυγαν.
Τότε ο ένας, πού έμεινε κρυμμένος, είδε επτά στεφάνια, πού έπεσαν από τον ουρανό και στεφάνωσαν τους Μάρτυρες Οσίους.
Τέτοιο τέλος είχεν ο τρισμακάριος Μωυσής, ο οποίος άφησε εβδομήντα μαθητές. Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί και ας κάνουμε αληθινή μετάνοια, για να λάβουμε συγχώρεση από τον Ιησού Χριστό και να μη χάσουμε την Ουράνια Βασιλεία Του.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον
Τῶν παθῶν καταλείψας Πάτερ τήν Αἴγυπτον, τῶν ἀρετῶν ἐν τῷ ὄρει ἀνῆλθες πίστει θερμή, τόν Σταυρόν τόν τοῦ Χριστοῦ ἄρας ἐπ’ ὤμων σου• καί δοξασθεῖς θεουργικῶς, τύπος ὤφθης Μοναστῶν, Μωσῆ Πατέρων ἀκρότης. Μεθ’ ὧν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Μωϋσῆ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Αἰθιόπων πρόσωπα ἀπορραπίσας, νοητῶς ἀνέλαμψας, καθάπερ ἥλιος λαμπρός, φωταγωγῶν τάς ψυχᾶς ἠμῶν, τῶν σέ τιμώντων, Μωσῆ παμμακάριστε.
Κάθισμα Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Φέγγος ἄδυτον εἰσδεδεγμένος, ἀπημαύρωσας τῶν νοουμένων, Αἰθιόπων θεοφόρε τὰ πρόσωπα, καὶ τὰς αὐτῶν κακουργίας διέλυσας, ταὶς πρὸς τὸ θεῖον ἀπαύστοις σου νεύσεσι Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Ἔργοις διαλάμψας ἀσκητικοῖς, ἐχθρῶν νοουμένων, ἀπημαύρωσας τήν ἰσχύν, καί τῆς ἄνω δόξης, ἐδείχθης κληρονόμος, συνῶν τοῖς Ἀσωμάτοις, Μωσῆ μακάριε.