Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και ήταν άρρηκτα ενωμένοι δια της θερμής πίστεως και αγάπης που είχαν προς το Χριστό. Κατάγονταν από το Βυζάντιο και είχαν διδαχθεί το χριστιανισμό και την τέχνη του λιθοξόου από τους Αγίους Πρόκλο (ή Πάτροκλο σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο) και Μάξιμο, οι όποιοι υπέστησαν και μαρτυρικό θάνατο για το Χριστό.
Μετά το θάνατο των διδασκάλων τους, ο Φλώρος και ο Λαύρος αναχώρησαν στην Ιλλυρία και διάλεξαν σαν τόπο διαμονής τους την πόλη Ουλπιανά. Στην πόλη αυτή εργάζονταν την τέχνη τους, αλλά συγχρόνως μέσω αυτής προσπαθούσαν για την εξάπλωση του Ευαγγελίου.
Εκεί υπήρχε και κάποιος Ιερέας ειδώλων, ονομαζόμενος Μερέντιος. Ο γιος αυτού Αθανάσιος από το ένα του μάτι έπαθε τύφλωση, που από την ιατρική επιστήμη δε βρήκε θεραπεία.
Τότε πλησίασε τους δύο τεχνίτες αδελφούς, οι οποίοι με την επίκληση του ονόματος του Χριστού θεράπευσαν το μάτι του γιου του ειδωλολάτρη Ιερέα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν και οι δύο στο Χριστό.
Αυτό μόλις το έμαθε ο έπαρχος Λύκων, συνέλαβε τους δύο αδελφούς και, αφού τους βασάνισε φρικτά, τους έριξε μέσα σε ένα πηγάδι, όπου και παρέδωσαν το πνεύμα τους. Έτσι, οι δύο τεχνίτες αδελφοί μπήκαν στην αιώνια πόλη, «ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός» (Προς Εβραίους Επιστολή, ια’ 10).
Της οποίας, δηλαδή, τεχνίτης και κτίστης είναι αυτός ο Θεός. Τα λείψανα αυτών τα συνέλεξαν πιστοί Χριστιανοί και τα μετέφεραν στη Βασιλεύουσα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Εὐσεβείας τοὶς τρόποις ἐγγυμναζόμενοι, τοῦ μαρτυρίου τὴν τρῖβον διαπεράτε καλῶς, ὡς αὐτάδελφοι κλεινοὶ Χριστὸν δοξάσαντες, ὅθεν γεραίρομεν ὑμᾶς, ὡς γενναίους Ἀθλητᾶς, Φλῶρε καὶ Λαῦρε βοῶντες. Ἀπὸ παντοίας ἀνάγκης, ρύσασθε πάντας ἠμᾶς Ἅγιοι.