Μέσα από τους πολλούς Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, ξεπροβάλλει αγγελοπρεπώς ο ‘Αγιος Μεγαλομάρτυρας Προκόπιος. Άνδρας πoλέμιoς αρχικά της Εκκλησίας, νικάται από την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και «Θείω ζήλω πυρπολούμενος, κατά τον υμνογράφο, κατακολουθεί, ώσπερ ο Παύλος τον Χριστόν».
Καλοπροαίρετος όπως είναι του γίνεται εμφάνιση Κυρίου όπως τον Παύλο και τον Άγιο Ευστάθιο.
Σκεύος θειότατο του Αγίου Πνεύματος και πηγή ζωής αιωνίου ο Άγιος, έλκυε και ελκύει στο φως τους διψασμένους χριστιανούς. Πολλά πρόβατα έφερε στη λογική μάντρα του Χριστού με τη θερμή προσευχή του.
Ακόμα και του κατηγόρους του δικαστές και τους μέλλοντες να τον θανατώσουν στρατιώτες.Υπέμεινε καρτερικά φρικώδη βασανιστήρια αναψυχόμενος από την ακατάπαυστη προσευχή και τη γλυκύτητα της χάριτος και όταν έφτασε η ορισμένη ώρα, παρέδωσε την ψυχή του στο Χριστό και πήρε το στεφάνι της ουράνιας δόξας.
ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ
Είναι η επoχή των διωγμών. Αυτοκράτορας στη Ρώμη ο Διοκλητιανός. Νους διοικητικός και άνδρας ικανός επέφερε στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος σοβαρές μεταρρυθμίσεις, ώστε παρά την πολλαπλότητα των εθνών, να επιτευχθεί η περίφημη ενότητα των Pωμαίων.
Αλλά η ιστορική προσωπικότητα του Διοκλητιανού είναι γνωστή κυρίως για τη σκληρότητα του απέναντι στους χριστιανούς.. Φοβερά ήταν τα βασανιστήρια που υπέφεραν οι χριστιανοί.
Δεν ήταν δυνατόν όμως να διαλυθεί η Εκκλησία, γιατί τη διατήρηση της ανά τους αιώνες υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Η Εκκλησία απλώς ακολουθεί το δρόμο που της χάραξε ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της: Το δρόμο του Σταυρού που οδηγεί στην Ανάσταση.
Στην εποχή του Διοκλητιανού στην Αντιόχεια ζούσε μια πλούσια χήρα ευγενικής καταγωγής, η Θεοδοσία. που πίστευε στα είδωλα. Ο άνδρας της, που ήταν χριστιανός και ονομαζόταν Χριστόφορος, πέθανε αφήνοντας της ένα γιο τον Νεανία, ο οποίος ανατράφηκε από τη μητέρα του και διδάχτηκε την ειδωλολατρεία.
Ενώ ο αυτοκράτορας ήταν στη Αντιόχεια, επιστρέφοντας από καταστολή επαναστάσεως κάποιου Αχιλλέα στην Αίγυπτο, η Θεοδοσία, καθώς ήταν από τις πρώτες αρχόντισσες της πόλης, θέλησε να του ζητήσει να τιμήσει το γιο της με μεγάλο αξίωμα.
Την άκουσε ο Διοκλητιανός, και προσέχοντας τη σωφροσύνη και την εξαιρετική μόρφωση του Νεανία, τον διόρισε Δούκα σ’ όλη την Αλεξάνδρεια..
Ο Νεανίας τότε ανεχώρησε για την επαρχία του, συνοδευόμενος από δύο τάγματα στρατιώτες και πήρε από το Διοκλητιανό τη διαταγή, όσους χριστιανούς βρίσκει, που δεν αρνούνται το Χριστό, να τους εξολοθρεύει, αρπάζοντας πρώτα όλα τα υπάρχοντά τους και μετά από φρικτά βασανιστήρια να τους δίνει επώδυνο Θάνατο.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η πορεία από την Αντιόχεια στην Αλεξάνδρεια ήταν πολύ κουραστική. Την ημέρα ο ήλιος ήταν τόσο καυτερός, ώστε τα άλογα κινδύνευαν να ψοφήσουν από τη δίψα. Αναγκάζονταν έτσι, Δούκας και στρατιώτες να πεζοπορούν τη νύχτα.
Στην Απάμεια της Συρίας, βγήκε η πόλη ολόκληρη να τους υποδεχτεί. Έμειναν εκεί ώσπου νύχτωσε και μετά συνέχισαν την πορεία τους.
Την τρίτη ώρα της νύχτας, σεισμός μεγάλος τράνταξε τη γη. ‘Ενας φοβερός κεραυνός έσκισε το ουράνιο στερέωμα. Μέσα από το φως της αστραπής ακούστηκε φωνή μεγάλη που έλεγε: «Νεανία, που πας; και ποιον καταδιώκεις;»
Ο Νεανίας με απορία απάντησε στην άγνωστη φωνή: «O αυτοκράτορας με διόρισε Δούκα στην Αλεξάνδρεια, όπου και με αποστέλλει να θανατώσω όλους τους χριστιανούς» και παρατηρούσε γύρω και τριγύρω με αμηχανία.
Τότε φάνηκε στον κατάμαυρο ουρανό ένας ολόλαμπρος Σταυρός, που έμοιαζε σαν από κρύσταλλο. Mέσα από το άπλετο και υπερκόσμιο φως του Σταυρού εξήλθε φωνή που έλεγε: « Είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, αυτός που καταδιώκεις».
Η εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού στο νεαρό ειδωλολάτρη, άρχισε να γκρεμίζει μέσα του τον παλαιό άνθρωπο. Μια νέα ζωή ανέτειλλε: το Φως της Αλήθειας εξαφάνισε το σκότος της πλάνης. 0 Θεός των χριστιανών άρχισε να γίνεται πια και δικός του προβληματισμός.
Η οπτασία του άφησε μια ανείπωτη χαρά, μαζί με μια αίσθηση ασφάλειας και προστατευτικότητας από το σημείο του Τιμίου Σταυρού που είδε.
Συνεχίζοντας την πορεία του ο Νεανίας έφτασε στη Σκυθόπολη. Εκεί μάζεψε τους χρυσοχόους της πόλης και τους είπε: «Θέλω να μου υποδείξετε τον καλύτερο τεχνίτη, για να μου κατασκευάσει ένα σκεύος πολύτιμο».
Oι χρυσοχόοι του υπέδειξαν έναν που ονομαζόταν Μάρκος που όπως είπαν ήξερε καλά την τέχνη.
Τότε ο Νεανίας κάλεσε το Μάρκο ιδιαίτερα στο δωμάτιο του και του παράγγειλε να του κατασκευάσει ένα σταυρό, όπως τον είδε στη Θεία οπτασία. Ο Μάρκος αντέδρασε και του είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, γιατί αν το μάθει ο βασιλιάς θα με θανατώσει».
Ο Νεανίας όμως του υποσχέθηκε ότι θα το κρατήσει μυστικό και δε θα το ομολογήσει σε κανένα.Πείσθηκε ο Μάρκος και κλειδωμένος μέσα στο σπίτι του Νεανία κατασκεύαζε κρυφά το σταυρό.
Όταν τον τελείωσε είδε ένα παράδοξο θέαμα: φάνηκαν στο σταυρό τρεις εικόνες και γράμματα εβραικά.
Στο πάνω μέρος έγραφε: «Η μορφή του Δεσπότη». Στο δεξί μέρος φαινόταν ένας άγγελος και γραφόταν «Μιχαήλ» και στο αριστερό το ίδιο, με το όνομα «Γαβριήλ». Ο χρυσοχόος προσπάθησε με επιμoνή να εξαλείψει τις εικόνες, αλλά δεν τα κατάφερε.Τη νύχτα έφτασε στο σπίτι ο Νεανίας για να δει αν τελείωσε.
Μόλις τον είδε τελειωμένο, χάρηκε πολύ και τον προσκύνησε. Ρώτησε τον Μάρκο για τις εικόνες, τι σημαίνουν. Αυτός του απάντησε ότι δεν γνώριζε, γιατί δεν το κατασκεύασε ο ίδιος, αλλά τυπώθηκαν μόνες τους.
Ο Νεανίας τότε κατάλαβε ότι έγιναν με Θεία ενέργεια και γονατιστός το προσκύνησε με πολλή ευλάβεια. Έδωσε στο χρυσοχόο πολλά χρήματα όπως υποσχέθηκε και τον ευχαρίστησε. ‘Υστερα αφού τύλιξε με πολύτιμη πορφύρα το σταυρό, αναχώρησε με τους στρατιώτες του για την Αλεξάνδρεια.
ΝΙΚΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Στην Αλεξάνδρεια εκείνο τον καιρό έκαναν επιδρομές Αγαρηνοί. Άρπαζαν με τη βία τις θυγατέρες των επισήμων ανδρών και τις έκαμαν συζύγους τους. Μη μπορώντας οι γονείς τους να αντισταθούν, έκλαιαν για τη συμφορά τους και βρισκόταν σε αμηχανία.
Η εμφάνιση στην πόλη του νέου Δούκα ήταν για τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας μια ελπίδα. Μια ομάδα τον επισκέφτηκε και με δάκρυα στα μάτια ζητούσαν προστασία από τους βαρβάρους. 0 νεαρός άρχοντας τους συμπόνεσε για τη συμφορά τους κι έδωσε εντoλή να ετοιμαστούν οι στρατιώτες για τη συμπλοκή.
‘Οταν μαζεύτηκαν και παρατάχτηκαν μπροστά του, τους έδωσε τις πολεμικές οδηγίες και τελειώνοντας τους είπε: «Με τη δύναμη του Eσταυpωμένoυ Χριστού Θα νικήσουμε».
Και ο λόγος του έγινε πραγματικότητα: Με τόση δύναμη πολεμούσαν τους Αγαρηνούς, ώστε νικημένοι κατά κράτος έφευγαν οι βάρβαροι αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περισσότερους από έξη χιλιάδες νεκρούς. Από τους στρατιώτες τού Νεανία, με τη χάρη του Θεού, δε σκοτώθηκε κανένας.
ΑΝΤΙΔΡΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ
Μετά τη νίκη του ο Nεανίας ειδοποίησε τη μητέρα του να έλθει στην Αλεξάνδρεια. Όταν έφτασε η μητέρα του και άκουσε τα ανδραγαθήματα του χάρηκε πολύ. Με πολλή αγαλλίαση του είπε: «Πρέπει να ευχαριστήσεις τους Θεούς, παιδί μου, που παρακάλεσα όταν άρχισες τον αγώνα.
Γιατί αυτοί σου έδωσαν τη νίκη». Τότε ο Νεανίας είπε: «Ευλογημένος νάναι ο αληθινός Θεός που με βοήθησε». Και η μητέρα του: «Mη λέγεις, παιδί μου αγαπημένο, ότι σε βοήθησε ένας Θεός, για να μην οργισθούν οι άλλοι».
Βρήκε τότε ο Νεανίας την ευκαιρία να μιλήσει στη μητέρα του, για τη γνωριμία του με τον Χριστό, της εξιστόρησε πως ο αληθινός Θεός τον επισκέφθηκε και τον απάλαξε από το σκοτάδι της πλάνης των ειδώλων.
Η ευλάβεια της Θεοδοσίας στα είδωλα της προκάλεσε μεγάλη αντίδραση για την αλλαγή του γιου της.
Ο θυμός της ξεπέρασε και αυτή τη μητρική αγάπη για το μονάκριβο παιδί της. Έτρεξε στον αυτοκράτορα και του ανάγγειλε το γεγονός: «Έχασε τα μυαλά του ο γιος μου, βασιλιά, πιστεύει και αυτός στον Εσταυρωμένο»!
Την άκουσε ο βασιλιάς και σάστισε, οργισμένος έγραψε στον Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης.
Τον πρόσταξε να επισκεφθεί τον Νεανία, το Δούκα της Αλεξάνδρειας, και να του ζητήσει λόγο για την πίστη του στο Χριστό. Αν δεν πεισθεί να εγκαταλείψει την πλάνη του, να τον σκοτώσει για να παραδειγματιστούν και οι άλλοι.
Σαν πήρε το γράμμα ο Ουλκίωνας, ενήργησε όπως τον πρόσταζε ο αυτοκράτορας: με άλλους άρχοντες συγκλητικούς, έφτασε στο ανάκτορο του Δούκα. Τον χαιρέτησε και του έδωσε τα βασιλικά γράμματα.
Όταν διάβασε ο Άγιος τα γράμματα, είπε άφοβα: «χριστιανός είμαι ! Κάμε ό,τι σε προστάζουνε.
Ο Ουλκίωνας μπροστά στο θάρρος του νεαρού Δούκα είπε: «Εγώ Δούκα, σε εκτιμώ, αλλά φοβούμαι το βασιλιά και δεν ξέρω, τι να κάνω. Σε συμβουλεύουμε, τόσο εγώ όσο και οι άρχοντες που βρίσκονται εδώ, να προσποιηθείς ότι θυσιάζεις.
Έτσι θα φανεί ότι εκτελείς την εντολή του βασιλιά και θα γλυτώσεις τη ζωή σου. 0 Άγιος απάντησε: «θα θυσιάσω Ουλκίωνα, καλά είπες. Όχι όμως στα είδωλα, αλλά τον εαυτό μου θα θυσιάσω στο Χριστό, που αγάπησα με όλη μου την ψυχή.
ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΗ
Ήταν αμετάπειστος ο Νεανίας. Η αγάπη του στο Χριστό τον είχε κυριεύσει. Ο Ουλκίωνας πρόσταξε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν στην Καισάρεια.
Σαν έφτασαν, έδωσε ο Ουλκίωνας διαταγή να μαζευτεί ο λαός. Κρέμασαν το μακάριο Νεανία μπροστά στο πλήθος και άρχισαν τα βασανιστήρια ξεσκίζοντας τις σάρκες του.
Ήταν πολλοί που τον συμπονούσαν και έκλαιαν. 0 Νεανίας όμως, που υπέφερε με γενναιότητα τα σκληρά βασανιστήρια, τους έλεγε: «Μην κλαίτε για μένα, γιατί μου παραστέκεται τώρα ο Κύριος και Θεός μου και ευφραίνομαι, τον βασάνιζαν μ’ αυτό τον τρόπο, ώσπου νύχτωσε.
Τότε τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έριξαν στη φυλακή. Ο δεσμοφύλακας, που ονομαζόταν Τερέντιος, είχε κάποτε ευεργετηθεί απ’ αυτόν και ήταν φίλος του. Ετοίμασε κρυφά απαλό στρώμα και σεντόνια και τον φρόντιζε όσο μπορούσε.
Τα μεσάνυχτα, άγγελοι Κυρίου επισκέφτηκαν τον Άγιο στη φυλακή. Αμέσως λύθηκαν τα δεσμά, όχι μόνο του Νεανία, αλλά και των άλλων καταδίκων.Φώναξαν τον Άγιο και του είπαν: «Κοίταξέ μας, Νεανία.»
Όταν τους είδε ο Νεανίας. ρώτησε ποιοι ήταν. Αυτοί είπαν, «Άγγελοι του Θεού είμαστε και μας έστειλε να σου παραβρεθούμε.Επιφυλακτικός από τις απάτες των δαιμόνων ο Άγιος είπε: «Εάν είστε Άγγελοι, κάμετε το σταυρό σας».
Αυτοί υπάκουσαν και μετά τον ρώτησαν: «Γιατί δε μας πίστεψες;». Ο ταπεινός Νεανίας απάντησε: «Στους τρεις Παίδες έστειλε ο Κύριος αγγέλους και τους δρόσιζαν, γιατί αυτοί ήταν ριγμένοι στη φωτιά. Εγώ τι έκαμα ώστε να αξιωθώ τέτοιας παρηγοριάς;»Ύστερα εμφανίστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Φως λαμπρότατο περιέλουσε τον Νεανία και το χώρο της φυλακής. Άρρητη ευωδία και υπερκόσμια αγαλλίαση πλημμύρισε το νεαρό μάρτυρα. Άκουσε δε και φωνή να του λέει: «Προκόπιος θα ονομάζεσαι στο εξής, γιατί θα προκόψεις στην αρετή και θα προσφέρεις ποίμνιο στον Πατέρα μου, λοιπόν, πολέμα γενναία».
Ο ταπεινός δούλος του Θεού, έπεσε στα γόνατα και είπε: «Κύριε μου σε παρακαλώ, δυνάμωσε την ασθενική ψυχή μου. Γιατί φοβούμαι μήπως δεν αντέξω τα βάσανα». Και ο πολυεύσπλαχνος Κύριος του είπε: «Μη Φοβάσαι, γιατί εγώ είμαι κοντά σου».
Όταν ο Χριστός έφυγε, ο Άγιος, που μετονομάστηκε Προκόπιος, γέμισε από θάρρος και αγαλλίαση. Οι πληγές του θεραπεύτηκαν και η ψυχή του ενδυναμώθηκε, την επομένη ο Ουλκίωνας έστειλε άνθρωπο να δει αν ο Άγιος πέθανε.
Σαν έφτασε στη φυλακή ο απεσταλμένος, και τον είδε υγιή και χαρούμενο δεν πίστευε στα μάτια του. Έτρεξε στο παλάτι και διηγιόταν σ’ όλους το θαυμαστό γεγονός. 0 ηγεμόνας πρόσταξε και τον έφεραν κοντά του. Το πρόσωπο του Αγίου Προκοπίου έλαμπε σαν τον ήλιο.
Εκπλάγηκαν οι στρατιώτες που τον είδαν και εκφράζανε θαυμασμό για τη δύναμη του θεού του. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να πιστέψουν στον Ιησού, ο Ουλκίωνας είπε προς το πλήθος: «Τι παράξενο βλέπετε και θαυμάζετε; Τον λυπήθηκαν οι Θεοί, τον ασεβέστατο, και τον θεράπευσαν».
Ο Άγιος τότε του αποκρίθηκε: «Αφού είσαι βέβαιος ότι οι Θεοί με θεράπευσαν, ας πάμε στο ναό να δούμε τη δύναμη τους».
Ο βασιλιάς θέλησε να πιστέψει ότι ο Νεανίας θα θυσίαζε. Πρόσταξε να στολίσουν το δρόμο από το παλάτι ως το ναό και κήρυκες να καλούν το λαό να παραβρεθεί: «Ο Νεανίας πάει στο ναό να θυσιάσει στους Θεούς! !
Ο Νεανίας θα προσκυνήσει τους Θεούς!!». Μαζεύτηκε όλη η πόλη να παρακολουθήσει το μεγάλο γεγονός.
Συνόδευσαν τον Άγιο ως το ναό και μόλις έφτασαν, ο μακάριος τους είπε: «Μείνετε έξω για να προσευχηθώ στους Θεούς να με συγχωρέσουν που τους καταφρόνησα. Ύστερα ελάτε και εσείς να δείτε τη θυσία»!
Μπήκε μέσα ο Άγιος κι έκλεισε τις θύρες του ναού. Στρεφόμενος στην ανατολή ύψωσε τα χέρια του και προσευχόμενος είπε « Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εσύ που δημιούργησες όλο τον κόσμο με το παντοδύναμο Xέρι Σου, επάκουσε τη δέηση του δούλου σου και σύντριψε τα είδωλα αυτά που πλανούν τους ανθρώπους σου για να δοξαστεί απ’όλους το όνομα σου».
Ύστερα έκαμε το σημείο του σταυρού και είπε: «Στο όνομα του αληθινού Θεού, διαλυθείτε όλα και γίνετε νερό για να φύγετε απ’ εδώ μέσα». Και επάκουσε ο Θεός το δούλο του: κατέπεσαν τα είδωλα του ναού και έγιναν νερό που χυνόταν από τη θύρα έξω.
ΝΕΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
Όταν είδε ο λαός το θαυμάσιο συμβάν εντυπωσιασμένος κραύγαζε: «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθησε μας». Η ομάδα των στρατιωτών και οι δύο δικαστές που συνόδευαν τον Άγιο, πίστεψαν στο Χριστό.
Ο ηγεμόνας εξεμάνη από το γεγονός και οργισμένος έριξε πάλι τον Προκόπιο στη φυλακή.
Σαν νύχτωσε πήγαν κρυφά και τον επισκέφθηκαν οι στρατιώτες με τους δικαστές και του ζήτησαν να βαφτιστούν.
Ο Άγιος Προκόπιος τους δέχθηκε με χαρά και παρακάλεσε το φύλακα να τον αφήσει να φύγει, με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει πριν ξημερώσει. Γνώριζε ο Τερέντιος την ενάρετη ζωή του Αγίου και τον φυγάδεψε.
Έφυγαν όλοι για τον επίσκοπο που ονομαζόταν Λεόντιος και του είπαν να τους βαφτίσει στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Ο αρχιερέας αφού τους κατήχησε με συντομία στα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστης μας, τους βάφτισε όλους και ύστερα τους κοινώνησε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού.
Μετά το βάπτισμα πήγαν όλοι μαζί στη φυλακή, όπου ο Θείος Προκόπιος φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα. τους δίδασκε: «Αδελφοί μου, τώρα που γίνατε στρατιώτες του Βασιλιά των oυρανών, φροντίστε να διατηρήσετε θερμή την πίστη σας.
Μη νικηθείτε απ’όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα σας συμβούν. Αγαπήστε το Θεό πάνω απ’όλα και μη φοβηθείτε τα βασανιστήρια που πρόκειται να πάθετε. Το πυρ τούτο κρατά μία ώρα. Η μακαριότητα και η χαρά που θα σας οδηγήσει θα είναι αιώνια.
Οι χαρές του κόσμου τούτου μπροστά στα αιώνια αγαθά του Αγίου Πνεύματος είναι μηδαμινές. Πιστέψετε με, τίποτα δεν μπορεί να παρηγορήσει την ψυχή παρά μόνο ο Θεός, του οποίου το κάλος είναι ανείπωτο και η δόξα ανεκδιήγητη.
Τη μακαριότητα και την ειρήνη που χαρίζει σ’ όσους τον αγαπούν, δεν μπορεί να την καταλάβει ο ανθρώπινος νους».
Οι διδαχές του αγιότατου Προκόπιου δεν ήταν παρά μία περιγραφή δικών του βιωμάτων. Το Άγιο Πνεύμα φέρνει σε κοινωνία τον άνθρωπο με το Θεό: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών», ακούμε στη Λειτουργία.
Η κοινωνία του σκοτισμένου από τα πάθη και τους δαίμονες ανθρώπου με το Θεό που είναι Φως, φωτίζει με το χρόνο τον πρώτο ώσπου, όσο επιτρέπει η αδύνατη φύση μας, να γίνει και ο ίδιος Φως. «Υμείς εστέ το Φως του κόσμου…», είπε ο Κύριος στους Αποστόλους.
Το φως αυτό, δεν είναι απλώς μόνο η διανοητική σοφία, αλλά και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που περιλούζει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό επιβεβαιώνει και η ευωδία των Αγίων λειψάνων.
Τη σοφία αύτη που αναφέρεται σε όλη την ύπαρξη είχε ο πνευματοφόρος Προκόπιος, και οι διψασμένες ψυχές των νέων χριστιανών χόρταιναν από τη Θεία τροφή και αγάλλονταν.
ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ
Η μεταστροφή των δικαστών και φρουρών όμως είχε μαθευτεί. Ο Ουλκίωνας εξαγριώθηκε σαν το άκουσε και πρόσταξε αμέσως να τους παρουσιάσουν μαζί με τον Άγιο μπροστά του. Μόλις τους έφεραν τούς είπε: «τι είναι αυτό που μαθαίνω;
Εσείς άνδρες σωφρονέστατοι, και παρασυρθήκατε απ αυτόν τον πλανεμένο;» Και αυτοί οι μακάριοι του απάντησαν: «Πως θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε σε Θεούς που τους εξαφάνισε ένας φυλακισμένος: Εμείς πιστεύουμε στο Χριστό που είναι ο μόνος αληθινός Θεός, με τη δύναμη του οποίου διαλύθηκαν τα είδωλα».
Η ακλόνητη Πίστη του στο Χριστό εξόργισε τον Ουλκίωνα. Δεν έφτανε ο Προκόπιος, βρέθηκαν κι’ άλλοι άνθρωποι του βασιλιά να γίνουν χριστιανοί. Διέταξε αμέσως να τους αποκεφαλίσουν.
Τον Προκόπιο τον έδεσαν με βαριά σίδερα και τον έβαλαν να παρακολουθήσει τη σφαγή για να τον φοβερίσουν.
Ο Άγιος έβλεπε τους αδελφούς του να ρίχνονται στο μαρτύριο για χάρη του Χριστού, και προσευχόταν θερμά.
Προσευχόμενος άκουσε μέσα του φωνή να λέει: «Επέβλεψε ο Θεός στην αγάπη των δούλων του, Προκόπιε». Απέκοψαν τις κεφαλές των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών (τα ονόματα των οποίων διατηρήθηκαν από την παράδοση: Νικόστρατος και Αντίοχος), στις 22 Μαίου.
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ
Ο Άγιος έμεινε κλεισμένος στη φυλακή. Μία ημέρα έφεραν δώδεκα γυναίκες από αρχοντικές οικογένειες, και τις έριξαν στη φυλακή γιατί ομολόγησαν δημόσια ότι πιστεύουν στο Χριστό.
Ήταν όλες ριγμένες σε μια βαθιά περισυλλογή και ήταν φοβισμένες, γιατί γνώριζαν τι θα επακολουθούσε. Σαν τις είδε ο Άγιος τις συμπόνεσε.
Και ενώ περνούσαν από μπροστά του τις κράτησε για μια στιγμή και τους είπε να μη φοβούνται τα προσωρινά βασανιστήρια, γιατί μ’ αυτά θα οδηγηθούν κοντά στο Χριστό και θα είναι μαζί του αιώνια σε μια ατελεύτητη χαρά και ευφροσύνη.
Οι γυναίκες άκουαν τα Θεία λόγια και ο φόβος σιγά-σιγά απομακρυνόταν, δίνοντας τη θέση του σε μια Θεία παρηγοριά.
Είχαν πια αποδεχτεί το θάνατο και οδηγούνταν στην αθανασία με γενναιότητα έχοντας ασάλευτη την ελπίδα στο Θεό, την επομένη, με προσταγή του ηγεμόνα, οδηγήθηκαν οι γυναίκες στο θέατρο της πόλης, όπου λαός πολύς ήταν μαζεμένος.
Ο Ουλκίωνας τους είπε να θυσιάσουν και θα τους αποδώσει τιμές. Αλλά αυτές οι μακάριες του αποκρίθηκαν: «Φύλαξε τις τιμές αυτές για σένα.
Τιμή και καύχημα για μας είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού». Εξοργισμένος για την απείθεια τους ο ηγεμόνας, διέταξε να τις βασανίσουν αλύπητα. Mε φωτιές τις κατάφλεγαν, μα αυτές έχοντας το νου υψωμένο στον Παντοδύναμο Θεό, έπαιρναν ουράνια βοήθεια και παρηγοριά.
Αυτός τις ειρωνευόταν γιατί δεν ερχόταν ο Θεός τους να τις βοηθήσει, και τις κορόιδευε ότι μάταια τον πίστευαν. Όμως εκείνες υπέμεναν με καρτερία τα πάντα, και έλιωναν σιγά-σιγά σαν το κερί, δίνοντας την ύπαρξη τους για το Φως του Χριστού.
Ανάμεσα στο λαό που παρακολουθούσε το μαρτύριο των δούλων του Χριστού, βρισκόταν και η μητέρα του Θείου Προκόπιου. Bλέποντας την καρτερία των μαρτύρων και γνωρίζοντας ότι η γυναικεία φύση δεν άντεχε χωρίς βοήθεια στα τόσα βάσανα, ένοιωσε μέσα της την παρουσία του Χριστού.
Δάκρυα μετανοίας μαλάκωσαν την καρδιά της και μέσα στο συντετριμμένο πνεύμα της άρχισε να διεισδύει το φως της Θείας Χάριτος.
Και ξαφνικά «Θείω ζήλω κινουμένη» ορμά στο μέσo του θεάτρου και χωρίς τίποτα να υπολογίσει, ούτε και αυτή την ζωή της, φώναξε δυνατά: «Και εγώ είμαι δούλη του Χριστού!».
Ξαφνιασμένος ο ηγεμόνας από την αιφνίδια μεταστροφή της, την φώναξε και της είπε: «Κυρά Θεοδοσία, πως πλανήθηκες και άφησες τους πατρώους Θεούς;»
Και η Θεοδοσία άφοβα του απάντησε: «Πρώτα ήμουν στο σκοτάδι της πλάνης, Ουλκίωνα γιατί προσκυνούσα τ’ άψυχα είδωλα. Τώρα ο Χριστός με βοήθησε να καταλάβω ότι είναι ο αληθινός Θεός και σ’ Αυτόν πιστεύω». 0 ηγεμόνας έμεινε άφωνος. Αυτή ήταν η γυναίκα που για την ευσέβεια στους Θεούς, πρόδωσε κι αυτόν το γιο της. Και τώρα γίνεται κι’ αυτή χριστιανή.
Η γνωριμία με το Χριστό είναι θέμα ταπεινώσεως και μετάνοιας που πρoυπoθέτoυν αναγνώριση των αδυναμιών μας. Όλα αυτά ήταν γνωστά στο βασανιστή ηγεμόνα και η αδυναμία του να επιβληθεί τον εξόργιζε και τον πείσμωνε.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ
Ύστερα από τη σταθερή ομολογία της Θεοδοσίας, ο ηγεμόνας την έριξε με τις άλλες στη φυλακή, ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει. Στη φυλακή η Θεοδοσία διακονούσε τις καταματωμένες αδελφές της. Φρόντιζε την καθεμία με αγάπη και τις μακάριζε ευχόμενη να έχει και αυτή την πίστη τους.
Ο Άγιος Προκόπιος, σαν έμαθε ότι η μητέρα του βρίσκεται στη φυλακή για την αγάπη του Χριστού, δόξαζε το Θεό. Mε τη βοήθεια του Τερέντιου, πήγαν όλοι μαζί, ο Άγιος, η μητέρα του και οι γυναίκες, που με Θεία βοήθεια θεραπεύονταν, στον Επίσκοπο και βαφτίστηκαν.
‘Υστερα επέστρεψαν στη φυλακή, όπου μιλούσαν για τη μακαριότητα που απολαμβάνουν, στη γη και στον ουρανό, όσοι αγάπησαν το Θεό και τήρησαν τις εντολές του.Το πρωί έφεραν τη Θεοδοσία μπροστά στον ηγεμόνα: «Bλέπεις ότι δεν σε παιδεύω γιατί σε εκτιμώ, της είπε. Λοιπόν, παρακάλεσε τους Θεούς να σε συγχωρέσουν για να μην αναγκαστώ να φανώ σκληρός».
Η Θεοδοσία με την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος που πυρπολούσε στην καρδιά της έρωτα Θείο πέρα από κάθε γήινη χαρά του απάντησε ήρεμα: «Είμαι χριστιανή», Τότε δίνει διαταγή ο ηγεμόνας να τη βασανίσουν.
Με ραβδισμούς την κτυπούσαν αλύπητα και με σιδερένια νύχια έγδερναν τις πλευρές της. Οι άλλες γυναίκες. που έβλεπαν τα αίματα της να τρέχουν σαν νερό, αναλύθηκαν σε διαρκή προσευχή.
Ζητούσαν από το Mεγαλoδύναμo Θεό να της δίνει δύναμη και αναψυχή. Οι θερμές προσευχές των μελλοθανάτων γυναικών κατάκαιαν το μισάνθρωπο δαίμονα. Και μηχανεύτηκε να παρακινήσει τους βασανιστές να κτυπούν με μολυβένιες σφαίρες τις σιαγόνες των γυναικών για να σιωπήσουν.
Στον σημερινό άνθρωπο φαίνονται σαν μύθος οι διηγήσεις των μαρτυρίων των χριστιανών των πρώτων αιώνων, ίσως γιατί σήμερα μας λείπει το μέτρο με το οποίο θα αντιληφθούμε πως άντεχαν οι μάρτυρες στα τόσα σκληρά βασανιστήρια. Το μέτρο είναι η αγάπη στο Θεό.
Αγάπη στο Θεό χωρίς αγάπη στον συνάνθρωπο δεν είναι η αγάπη που κήρυξε ο Χριστός. Όποιος γεύτηκε έστω και στο ελάχιστο την αγάπη αυτή θαυμάζει τους Μάρτυρες και είναι σίγουρος για την πραγματικότητα της αντοχής τους. Αντίθετα αυτός που δε γεύτηκε δεν έχει το μέτρο.
Πώς θα κρίνει;Ύστερα από τη θαυμαστή αντοχή των γυναικών, ο Ουλκίωνας αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να τις μεταπείσει.
Έτσι διέταξε να τις δέσουν όλες με μία αλυσίδα και να τις αποκεφαλίσουν. Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, έκλιναν οι ευλογημένες τις κεφαλές και δέχτηκαν το μακάριο τέλος στις 29 Μαίου.
Ύστερα από το μαρτυρικό τέλος τόσων ανθρώπων ο Ουλκίωνας στράφηκε προς τον Προκόπιο.
Του πρότεινε πολλές φορές να θυσιάσει στους Θεούς, όμως ο Άγιος όχι μόνο αρνιόταν, αλλά σαν εικόνα του Θεού που τον έβλεπε, προσκαλούσε το βασανιστή του στο δρόμο της μετανοίας.
Αυτός όμως δεν ήθελε, και αντίθετα τον χλεύαζε και τον ειρωνευόταν ότι πίστευε σ’ έναν καταδικασμένο και περιφρονημένο, από τους ανθρώπους.
Μετά διέταξε να τον βασανίσουν ξεσκίζοντας τις σάρκες του και κτυπώντας τον με μανία.
Το παράδοξο είναι ότι. ενώ το θύμα υπέφερε καρτερικά έχοντας σαν αναψυχή την ενοικούσα μέσα του Θεία χάρη, ο βάναυσος θύτης από τη λύπη του που δεν τον μετέπειθε, προσβλήθηκε από θανάσιμο πυρετό.
Δεν άντεξε στην αρρώστια του ο Ουλκίωνας, πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους.
Η θέση του αναπληρώθηκε από κάποιο Φλαβιανό, όμοια σκληρόκαρδο και βάναυσο με τον προκάτοχο του. Ακολουθώντας την ίδια τακτική, με απειλές βασάνων και θανάτου, πίεζε τον ‘Αγιο να θυσιάσει στα είδωλα.
Ο Θειότατος Προκόπιος μέσα στη φυλακή που βρισκόταν φώτιζε με τις διδαχές και τα θαύματα του τους «εν σκότει καθεύδοντας». Πολλοί ήταν οι φυλακισμένοι που εύρισκαν κοντά του την σωτηρία.Οι Άγιοι δεν ενδιαφέρθηκαν να κάμουν μεγάλα και κοινωφελή έργα στην εποχή τους.
Έβλεπαν ότι, εάν επιτύχουν παρρησία στο Θεό, αν γίνουν φίλοι του Θεού, θα έχουν να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους ανυπολόγιστες ευεργεσίες σε όλους τους αιώνες και θα βοηθήσουν τους εν Χριστώ αδελφούς τους στην αιώνια σωτηρία τους, και αυτή είναι η πιο αληθινή προσφορά στον πλησίον.
Η προσφορά πραγμάτων που φθείρονται δεν τους συγκινούσε, φρόντιζαν να καθαρισθούν από τα πάθη με την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την εγκράτεια. Η δυνατότητα του αγιασμού δόθηκε σε κάθε άνθρωπο, με την Ανάσταση του Χριστού.
Αυτός που αγωνίζεται να καθαρισθεί από τα πάθη είναι ένας αγωνιστής για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γιατί τα πάθη είναι ασθένεια της κοινής φύσης μας. Αυτή είναι και η αληθινή αρχή της Ιεραποστολής: η κάθαρση από τα πάθη.
Τα πάθη δεν καθαρίζονται με τη σκέψη ή την αυθυποβολή σε ορισμένες «καλές πράξεις», αλλά με εκζήτηση ταπεινού πνεύματος από το Θεό που φέρνει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, αυτό μας καθαρίζει.
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει επιγραμματικά: «Σκοπός της ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».
ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Η αδυναμία του να επιβληθεί, στη δύναμη του πνεύματος και της σοφίας του Αγίου, εξόργισε το Φλαβιανό.
Δεν είχε άλλο τρόπο να επιβάλει τη θέληση του, παρά μόνο με τη βία. Πρόσταξε μία μέρα τον Αρχέλαο, ένα στρατιώτη του, να τον θανατώσει με το σπαθί του. Μα μόλις σήκωσε το χέρι του ο στρατιώτης να σκοτώσει τον ‘Αγιο, έπεσε κάτω και ξεψύχησε.
Ο ταλαίπωρος Φλαβιανός, αντί να νουθετηθεί και να μετανοήσει από τη θέα του θαυμαστού συμβάντος, περισσότερο σκληρύνθηκε και πρόσταξε τόσο φρικτά βασανιστήρια, που μόνο το άκουσμα τους να προκαλεί αποτροπιασμό: τον μαστίγωναν, του έβαζαν στην πλάτη αναμμένα κάρβουνα, πύρωναν σουβλιά και κατάκαιαν το ξεσκισμένο σώμα του, ρίπτοντας ύστερα αλάτι στις πληγές του.
Ο ακαταμάχητος πόθος του βασανιστή να γίνει το θέλημα του, επινόησε ένα τέχνασμα προκειμένου να κάμει τον Άγιο να υποκύψει: ετοίμασαν ένα βωμό και τοποθέτησαν πάνω αναμμένα κάρβουνα.
Ύστερα έσπρωχναν και κρατούσαν με σίδερα το δεξί χέρι του Αγίου, όπου έβαλαν κάτι προς θυσία. πάνω από τα κάρβουνα, ώστε να αναγκαστεί από τη θερμότητα να ρίξει το προς θυσία και να φανεί η πράξη του σαν θυσία στους Θεούς.
Ο Άγιος όμως άφησε ακίνητο το χέρι του, ώσπου κατακάηκε χωρίς να ρίξει το προς θυσία.Ο κοσμικός άνθρωπος αγωνίζεται για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες.
Ζει κάτω από τις βιολογικές του ανάγκες και αυτός ο τρόπος ζωής του δημιουργεί φυσικό και τον ανάλογο τρόπο σκέψης: δεν μπορεί να κατανοήσει τι ωφελεί η νηστεία και η άσκηση και ποία η αναγκαιότητα της προσευχής.
Αντίθετα ο πνευματικός άνθρωπος επειδή αγωνίζεται να ενωθεί με το Θεό που είναι η αυτοζωή (δεν έχει τις βιολογικές ανάγκες) σε πρώτη θέση έχει τον αντίθετο τρόπο σκέψεως: αγωνίζεται. κατά το δυνατό, να περιορίσει στο αναγκαίο τις βιολογικές ανάγκες. Γι’ αυτό, νηστεύει, εγκρατεύεται. προσεύχεται.
Έτσι φτάνουμε στο να ακούμε ότι οι μεγάλοι ασκητές μέρες ολόκληρες δεν έτρωγαν καθόλου ή έμεναν ολόγυμνοι μέσα στο φοβερό κρύο.
Με αυτό τον τρόπο σκέψεως, χωρίς εμείς να είμαστε σε τέτοια μέτρα, ξέρουμε ότι οι Άγιοι ξεπέρασαν και τις βιολογικές τους ανάγκες ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και ο πόνος, που προειδοποιεί τον άνθρωπο για ένα κακό που πρόκειται να πάθει.
Ο αγιότατος Προκόπιος ήταν πια ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος. Ξεπέρασε τον πόνο του σώματος, γιατί με την άσκηση, τη νηστεία και την προσευχή πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Αλλ’ ούτε το θαυμασιότατο αυτό θέαμα έκαμψε την αδιαλλαξία του βασανιστή.
Αντίθετα πείσμωσε και πρόσταξε να πετάξουν τον Άγιο μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Μόλις τον έφεpαν στο στόμιο της καμίνου ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού και αμέσως η φωτιά διασκορπίστηκε.
Ο βάναυσος ηγεμόνας τότε έγραψε την τελευταία απόφαση του για τον Άγιο: να κοπεί η κεφαλή του έξω από την πόλη.
Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, ζήτησε ο ισάγγελος Προκόπιος λίγη ώρα για να προσευχηθεί. Δεήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για την πόλη, την Εκκλησία, και τον κόσμο ολόκληρο.