Οι αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης γεννήθηκαν κατά το τέλος του 15ου αιώνος στα Ιωάννινα. Η οικογένειά τους, των Αψαράδων, ήταν από τις πιο αρχοντικές οικογένειες των Ιωαννίνων και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τοπική κοινωνία.
Είχαν πλούτη, δόξα και δύναμη, αλλά και πολλή αρετή και αγιότητα. Επτά άτομα της οικογενείας τους, ο πατέρας, η μάνα των Αγίων καθώς και οι τρεις αδελφές τους, ακολούθησαν τη μοναχική πολιτεία και αφιέρωσαν στον Θεό τον εαυτό τους και τα πλούτη τους.
Πρώτοι ανεχώρησαν από τον κόσμο οι δύο αδελφοί, ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης. Διάλεξαν ένα διακριτικό Γέροντα, τον αγιώτατο π. Σάββα, για να τους διδάξει τα της μοναχικής πολιτείας. Στο Γέροντά τους υποτάχθηκαν με όλη τους την ψυχή.
Και αυτή η υπακοή προς το Γέροντά τους είχε ως αποτέλεσμα να φθάσουν σε μεγάλο ύψος αρετής, γιατί από την υπακοή γεννιέται η ταπείνωση και από αυτήν η απάθεια.
Την ημέρα της Πεντηκοστής παρουσία πολλών κληρικών και της οικογενείας τους περιεβλήθησαν το μεγάλο και Αγγελικό σχήμα και έγιναν Μοναχοί.
Με τον άγιο Γέροντα ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης έμειναν δέκα ολόκληρα χρόνια και όταν ο Γέροντάς τους εκοιμήθη, οι Άγιοι ακόμη ήσαν νέοι. Μετά την κοίμηση του πνευματικοί τους έφυγαν και πήγαν στο Άγιον Όρος για να πάρουν συμβουλές για τη συνέχιση του πνευματικού τους αγώνος από πνευματικό γέροντα.
Στις Καρυές, πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, συνάντησαν το σεβάσμιο πατέρα Γαβριήλ. Του είπαν το σκοπό τους και του ζήτησαν τη συμβουλή του για την ανεύρεση διακριτικού πνευματικού.
Ο π. Γαβριήλ βλέποντας τον πόθο τους, τους υπέδειξε τον πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Άγιο Νήφωνα, ο οποίος μόναζε στην Ιερά Μονή Διονυσίου. Ο άγιος Νήφων, αφού τους δέχθηκε με χαρά και άκουσε το πρόβλημά τους, τους συμβούλεψε να επιστρέψουν στο ασκητήριο τους στο νησί των Ιωαννίνων. Πράγματι, έτσι και έπραξαν.
Επειδή όμως αυτό το είχαν καταλάβει άλλοι, έκτισαν άλλο ησυχαστήριο. Την άνοιξη του 1507 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων έβαλε το θεμέλιο λίθο για το ναό του Αγίου Προδρόμου.
Αργότερα έκτισαν και άλλο Μοναστήρι προς τιμή του αγίου Νικολάου και εκεί εμόνασαν οι τρεις τους αδελφές και οι ευσεβείς γονείς τους. Ο πατέρας τους, Νικόλαος Αψαράς, έγινε ιερεύς και έμεινε εφημέριος στη Μονή.
Ο πατέρας τους κατά τη χειροτονία του έλαβε το όνομα Ιώβ και εκοιμήθη το 1523. Η μητέρα τους έλαβε το όνομα Καταφυγή και εκοιμήθη οσιακώς, από τις τρεις αδελφές οι δύο πήραν τα ονόματα Αθανασία και Ευγενία.
Τέσσερα χρόνια εμόνασαν στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου ενώ ο σατανάς προσπαθούσε να ξεριζώσει ότι εκλεκτό φυτεύθηκε στην έρημο του νησιού. Και το κατόρθωσε με μερικούς κοσμικούς άρχοντες, οι οποίοι άρχισαν να συκοφαντούν τους δύο Αγίους και να δημιουργούν μεγάλο θόρυβο.
Οι Άγιοι ποθούσαν την ησυχία και υπάκουσαν στην εντολή του άγιου Νήφωνος, ο οποίος τους είχε πει: «Όταν σας έλθει ο πειρασμός, μην αντισταθείτε σ’ αυτόν, αλλά να αναχωρήσετε για άλλο Μοναστήρι και να ειρηνεύσετε».
Εγκατέλειψαν όλα όσα με κόπους είχαν κάνει και πήγαν το 1511 στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, στο μεγάλο μοναστικό κέντρο της Ορθοδοξίας μετά το Άγιον Όρος. Εκεί έμειναν προσωρινά σε έναν από τους απόκρημνους βράχους που ονομάζετο «στύλος του Τιμίου Προδρόμου».
Στο βράχο αυτόν αγωνίσθηκαν επί επτά ολόκληρα χρόνια και υπό του Θεού οδηγούμενοι πραγματοποίησαν το 1518 ανάβαση στην κορυφή που ονομάζετο «πέτρα του Βαρλαάμ» και εκεί έστησαν την ασκητική παλαίστρα τους. Μόνοι με μόνον τον Θεόν.
Στην πέτρα αυτή βρήκαν τα ερείπια του ναού των Τριών Ιεραρχών. Τον ναό αυτόν τον είχε ανεγείρει ο όσιος Βαρλαάμ, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 20 Απριλίου. Γι’ αυτό και ο βράχος πήρε το όνομά του.
Εκεί ξαναέκτισαν τον ναό στα παλαιά του θεμέλια. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να έρχονται και άλλοι μοναχοί περίπου τριάντα, οι οποίοι είδαν την αρετή των Οσίων και εμόνασαν εκεί.
Βλέποντας οι Όσιοι ότι ο ναός των Αγίων Τριών Ιεραρχών δεν επαρκούσε, ανήγειραν νέο μεγαλοπρεπέστατο ναό στο όνομα των Αγίων Πάντων, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 17 Μαΐου του 1544 και από τότε είναι το καθολικό, δηλαδή η κεντρική Εκκλησία της Μονής.
Πρακτικοί και δραστήριοι, όπως ήταν, με την πάροδο του χρόνου έκτισαν νοσοκομείο, γηροκομείο, φρόντισαν για τους αγρούς και όλα τα αναγκαία για τη συντήρηση της αδελφότητος. Παράλληλα δεν παραμέλησαν καθόλου και το σκοπό τον οποίο έβαλαν στη ζωή τους, δηλαδή τον εξαγιασμό της ψυχής τους.
Οργάνωσαν σε γερά θεμέλια τον κοινό βίο τους και έγιναν πρώτα οι ίδιοι παράδειγμα στους άλλους με τον τρόπο της ζωής τους. Οι ίδιοι ομολογούν στην αυτοβιογραφία τους ότι η ζωή τους ήταν μια συνεχής άσκηση.
«Όλες τις Κυριακές του χρόνον, στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, όπως και σε εορτές μεγάλων Αγίων, εκάναμε αγρυπνία τις άλλες μέρες της εβδομάδος, τη μίση νύκτα είχαμε αφιερωμένη σε ύμνους και προσευχές και την άλλη μισή για την ανάπαυση του σώματος…
Τρώγαμε μια φορά την ημέρα στην ενάτη όσπρια, ψωμί και νερό. Στις άγιες τεσσαρακοστές (Μ. Τεσσαρακοστή, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας και των Χριστουγέννων)
τρώγαμε μόνον οπωρικά… Αυτή ήταν σε συντομία όλη μας η σπουδή, αυτός ήταν και ο αγώνας για να σωθούμε και να σώσουμε και άλλους θέτοντας παράδειγμα τον εαυτό μας και τις πράξεις μας».
Ο ευλογημένος γέροντας Θεοφάνης στο τέλος της ζωής του αρρώστησε και ήταν κατάκοιτος δέκα μήνες. Όταν έγιναν τα εγκαίνια του ναού των Αγίων Πάντων σηκώθηκε, προχώρησε σιγά-σιγά προς το άγιο βήμα και γονατίζοντας ύψωσε τα χέρια του προς τον Θεόν ευχαριστώντας Τον για την εκπλήρωση του πόθου του.
Τα πόδια του δεν βαστούσαν άλλο, έκανε το σταυρό του και βοηθούμενος από τον γέροντα Νεκτάριο επέστρεψε στο κελί του. Είχε λάβει από τον Θεό την πληροφορία ότι ο Κύριος θα τον καλούσε κοντά Του μετά την αποπεράτωση του ναού.
Γαλήνιος και ευτυχισμένος για το φθάσιμο της ευλογημένης ώρας κοίταζε την εικόνα του Χριστού και εφώναξε με λαχτάρα: «Αμήν έρχου, Κύριε Ιησού». «Βοηθός μου και ρύστης μου ει συ, Κύριε, μη χρονίσης».
Εκείνη την ώρα έφθασαν ουράνιοι επισκέπτες. Μία απαλή ευωδία ξεχύθηκε μέσα στο ευλογημένο κελί, ενώ οι καμπάνες του Μοναστηριού άρχισαν να κτυπούν λυπητερά. Η αγιασμένη ψυχή του βρισκόταν στα χέρια του Κυρίου που τόσο είχε αγαπήσει. Μετά από την κοίμηση του οσίου Θεοφάνους (1544) την πνευματική ηγεσία της Αδελφότητος ανέλαβε ο όσιος Νεκτάριος.
Στις 7 Απριλίου του 1550, Δευτέρα της Διακαινησίμου, η αγιασμένη ψυχή του γέροντος Νεκταρίου φτερούγισε και αυτή ειρηνικά στην αιώνια των Αγίων ανάπαυση.
Οι ευλογημένοι υποτακτικοί του Κοινοβίου τους, οι οποίοι είχαν καθημερινά αποδείξεις και θείες μαρτυρίες για την αγιότητά τους, όρισαν να εορτάζουν από κοινού τη μνήμη τους στις 17 Μαΐου, ημέρα Κοιμήσεως του Οσίου Πατρός Θεοφάνους, και η Εκκλησία επεκύρωσε την απόφαση αυτή.
Ο νέος ηγούμενος της Μονής με ιδιαίτερη συγκίνηση διάβασε το ιδιόγραφο σημείωμα των Αγίων με το οποίο έδιναν πατρικές συμβουλές: «Αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας καί τά ἔργα μας ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τά γεράματα καί ἔτσι παρακαλοῦμε καί ἐσᾶς.
Πρῶτα νά διατηρήσετε μεταξύ σας τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία (ἀγάπη) εἶναι ἡ πρώτη τῶν ἐντολῶν τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Σωτήρας Χριστός…
Μηδείς ὄνν ἀμελείτω,
μηδείς καταφρονείτω,
μηδείς τά πνευματικά νωθρός.
Χριστόν ζητεῖτε,
Χριστόν μελετᾶτε,
τά τοῦ Χριστοῦ τηρεῖτε ἐν φόβω.
Οὐδείς ἠμῶν κλῆρος
εἰ μή Χριστός Ἰησοῦς
καί Αὐτός ἐστι
τό μόνιμον καί αἰώνιον ἀγαθόν».
Στο Μοναστήρι τους (Ι. Μ. Βαρλαάμ) σώζονται το αριστερό χέρι του οσίου Θεοφάνους και το δεξί χέρι του οσίου Νεκταρίου.
Στον κώδικα 172 της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους περιέχεται στα φύλλα 26α-27β ακροστιχίδα αφιερωμένη στους Όσιους που φέρει την επιγραφή «Νεκταρίου και Θεοφάνους, των οσιωτάτων αυταδέλφων πατέρων».
Ν Νέκταρ Θεοῦ γλυκύτατον τό τῆς ἀθανασίας
ε ἐκτήσω, πάτερ, ἄξιόν της σῆς ὀνομασίας,
κ Κρήνη γάρ ὥσπερ τῆς Ἐδέμ ζωῆς τά ρεῖθρα βρύεις,
τ τοῖς σοῖς πνευματικοῖς παισίν ἐλέους δρόσω χρίεις,
α Ἅπαντάς τους προστρέχοντας ἐπί σοῖ θεραπεύεις,
ρ ράον δαιμόνων μηχανᾶς ἐξ αὐτῶν φυγαδεύεις,
ι Ἴαμα πέλεις εὔρωστον ψυχῶν καί τῶν σωμάτων,
ο ὅλος εἰ φῶς καί ὁδηγός τῶν ἔσωθεν ὀμμάτων.
υ Ὑπό τοῦ παρακλήτου γάρ πνεύματος τοῦ ἁγίου
κ κρειττόνως τά ἀνήκοντα διδαχθεῖς τού σου βίου,
α ἀρίστως οἴα ἄγγελος ἐπί τῆς γής ἐφάνης•
ι ἰδού καί τόν ἀγγελικόν ἀξίως χῶρον φθάνεις.
Θ Θεοφανείας δ’ ἕνεκεν τῆς προσαγορευθείσης
ε ἔχει εἰπεῖν τί δύναται ἐμοῦ νοός ἡ φύσις.
ο Ὄλβιον καταγώγιον ἀφράστως νηπιόθεν,
φ φωτός τοῦ ἀνεσπέρου τέ γέγονας οὐρανόθεν
α ἀγάπην, πίστιν εὐτυχῶς ἐκτήσω καί, ἐλπίδα,
ν νῦν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἔλαβε, ἐν οὐρανοῖς πατρίδα.
ο Ὅλη καρδία καί ψυχή ἠγάπησας τῷ κτίστη,
υ ὑπέκλινας αὐχένα σου τή τῶν μελλόντων πίστει.
ς Σταυρόν ἐκ πόθ’ ἀράμενος τοῦ Ἰησοῦ ἐπ’ ὤμων
τ τόν ἐπί πώλου ἄφθαρτον κατεκληρώσω δόμον.
ω Ὤ μακαρίων δωρεῶν, ὤ χάριτος μεγίστης
ν νῦν ἦσπερ σοί ἠτοίμασται ἀξίως ἐν ὑψίστοις.
ο Ὅλον βάρος καί καύσωνα τῆς ἡμέρας βαστάσας,
σ σώματος μέλη ἅπαντα τήξας τέ καί δαμάσας,
ι ἴνα τά μήπω λήγοντα ἀγαθά ἐπιτύχης•
ο ὅλα γάρ τά ἐπίγεια ἔκρινας τοῦ ἐκφεύξη.
τ Τάς γενικᾶς οὔν ἀρετᾶς, φρόνησιν, σωφροσύνην,
α ἀνδρείαν μεγαλόψυχον καί τήν δικαιοσύνην,
τ τόνω ψυχῆς, οἴα πέρ δεῖ, προθύμως ἐνεδύθης,
ω ὥσπερ καί οἱ Ἀπόστολοι, ὁμοίως ἐνεθυμήθης.
ν Νέμουσιν διο καί τά νῦν χάριτας ἐν προσθήκη,
α ἀξίως σοί βραβεύουσιν οἱ μαθηταί τή νίκη.
υ Ὑποσκελίζειν σ’ ἤκιστα ἰσχύει ἡ πανώλης•
τ τῶν Ἀποστόλων ἐκ βελῶν ἔσεται πνέων μόλις.
α Ἅγιος εἰ καί δίκαιος, μυσταγωγός Ὅσιων,
δ δικαίως καί ἠξίωσαι χαρίτων ἐξαίσιων.
ε Εὐρῶν γάρ τήν καρδίαν σου Χριστός καθαρωτάτην
λ λειμώνας ἐστεμμένην τέ ἀρετῶν λαμπροτάτην,
φ φῶς ὡς φύσει ἀνέσπερον, ἐν σοῖ κατασκηνώσας,
ω ὡς ἀδρανές ζωύφιον, τόν ἐχθρόν ταπεινώσας.
ν Ναός ἐκστίλβων τοῦ Χριστοῦ, μακάριος ὑπάρχεις,
π πάντων πατέρων πρώτιστος, καί προπατόρων ἄρχεις.
α Ἅλας τῆς γής πεφύκατε, θειότατοι πατέρες•
τ τοῖς γάρ ἐγγύς καί τοῖς μακράν ἀστράπτετ’ ὡς ἀστέρες.
ε Ἐγώ δέ ὁ παμβέβηλος καταρρερυπωμένος,
ρ ροώδη καί φθαρτά φιλῶν, σκώληξ ἰλυσπωμένος,
ω ὥσπερ ἀνδράποδον οἰκτρόν, ἀποκαθάρατε μέ,
ν νεύσατε καί ἐκ τῶν ἐχθροῦ τεχνῶν ἑξάρατε μέ.
+Έχετε τό φιλάνθρωπον ὡς μιμηταί Κυρίου,
ρύσασθαι σπεύσατε καμέ, τοῦ νοητοῦ θηρίου.
Ὥσπερ προστάτας, κέκτημαι ὑμᾶς, ὤ θεοφόροι,
ἑλκύσατε μ’ ὡς ἀετοί, οἱ μετεωροπόροι.
+Γράμμασιν ἡ ἀκροστιχίς ἔχει πεντηκοντάκις,
ἐπίσης καί οἱ στίχοι δέ πενταπλῶς τό δεκάκις.
Τό ἐν μέρος ἀκροστιχίς, τό ἕτερον ρημάδα,
μετά τοῦ λόγου ἔννοιαν ἔχοντες «εὐφημάδα».